Στις πολλές και,δυστυχώς, συχνές αντιδικίες για το θέµα της Παιδείας ακούγονται κατά κόρον επικλήσεις γιατο καλό της «εκπαιδευτικής κοινότητας» ή, σε πιο ειδικέςσυζητήσεις,για την «πανεπιστηµιακή κοινότητα». Η λογική όλων αυτών των αναφορών αποθεώνει τα «δίκαια της κοινότητας» και, συνήθως, αποσιωπά τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η ιστορική εµπειρία έχει δείξει ότι αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Συχνά µάλιστα συγκρούονται, όταν ο εφησυχασµός της «κοινότητας» αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την ενδυνάµωση της κοινωνίας.
∆εν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ακουγόταν ότι«ο κύριος στόχος και προσανατολισµός µιαςπροοδευτικής στρατηγικήςγια τηνεκπαίδευση είναιτο ανοιχτόστην κοινωνία σχολείο».
Μία διακήρυξη που κρατά τον δυναµισµό και την επικαιρότητά της αλλά που,για ορισµένους, συχνά λειτουργεί είτε ως µανδύας για µία στείρα καταγγελίαεναντίονκάθε αναγκαίας µεταρρύθµισης ως ύποπτης γιαιδιωτικοποίησηείτε ως κλίνητου Προκρούστη, προκειµένου οι ανάγκες της κοινωνίας να χωρέσουν στις επιθυµίες της «κοινότητας».
Αν δεν κάνω λάθος, το πραγµατικό νόηµα της στρατηγικής για µια εκπαίδευση ανοιχτή στηνκοινωνία συνδέεται µε µια πολιτική που προάγει και υποστηρίζει µε ποιοτι
Κι όµως, όποιες θετικές προσπάθειες γίνονται απότην Πολιτεία προς αυτήν την κατεύθυνση αντιµετωπίζονται ως «προάγγελος της ιδιωτικοποίησης» ή ως «νέοι ταξικοί φραγµοί στη µόρφωση».
Το αποτέλεσµα, δυστυχώς, είναι η ελληνική εκπαίδευση να καρκινοβατεί και ιδιαίτερα η πανεπιστηµιακή βαθµίδα να αγκοµαχά στηνπροσπάθειά της να παρακολουθήσει τις φρενήρεις διεθνείς εξελίξεις.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, έπειτα από τόσες πολιτικές προσπάθειες και µεταρρυθµίσεις, συνεχίζουµε να µην µπορούµε να διασυνδέσουµε αξιόπιστα τα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα και τα ΤΕΙ µε την κοινωνία και τηνπαραγωγή, αφήνοντάς τα φυλακισµένα σε µια κλειστή αντίληψη, µακριά από τις αναζητήσεις των εργαζοµένων, των επαγγελµατιών,των επιχειρηµατιών και των γονέων.
Μία καλή εκδοχή της διασύνδεσης της εκπαίδευσης µε την κοινωνία θα ήταν η συνέργεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης µε τους φορείς της ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης και µε τα όργανα διοίκησης των τοπικών ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Αλλά και αυτό το ταγκό θέλει δύο (την Αυτοδιοίκηση και τους εκπαιδευτικούς φορείς),αλλά επίσης απαιτεί και µία καλή ορχήστρα (τα όργανα της Πολιτείας), ώστε να παράγεται ένα αρµονικό αποτέλεσµα. Ενα τέτοιο «κοινωνικό εργαστήρι» διασύνδεσης της Παιδείας, και ειδικότερα της τριτοβάθµιας βαθµίδας της,µε την τοπική κοινωνία και την παραγωγή, θαµπορούσε να στηθεί πιλοτικά στη Θεσσαλονίκη, µε µια γενναία πρωτοβουλία της νέας διοίκησης του ∆ήµου και των πρυτανικών αρχών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Είναι σωστό ότι ηεφαρµογή πολιτικών στον χώροτης Παιδείας απαιτεί, πάνω απ’ όλα, χρόνο. ∆εν επιτρέπει αιφνιδιασµούς καιέχει ανάγκη από πιλοτικές εφαρµογές, όπως αυτήπου παραπάνω σκιαγράφησα.
Ας θυµηθούµεεπίσης ότιαφορά, πέραν τωνεκπαιδευοµένων, περισσότερους από το έν τρίτον των δηµόσιων λειτουργών της χώρας. Γιαόλουςαυτούςτουςλόγους απαιτεί σταθερότητα, συλλογικότητα και επιµονή.
Αυτό επιβάλλει µακροπρόθεσµο σχεδιασµό αλλά και άµεσα µέτρα. Μέτρα όµως που να µην είναι αποσπασµατικά ή να µην προορίζονται για συντεχνιακή κατανάλωση αλλά να στοχεύουν σε µία Παιδεία ανοιχτή στην κοινωνία καιστα παραγωγικά της τµήµατα...
Η ιστορική εµπειρία έχει δείξει ότι αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Συχνά µάλιστα συγκρούονται, όταν ο εφησυχασµός της «κοινότητας» αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την ενδυνάµωση της κοινωνίας.
∆εν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ακουγόταν ότι«ο κύριος στόχος και προσανατολισµός µιαςπροοδευτικής στρατηγικήςγια τηνεκπαίδευση είναιτο ανοιχτόστην κοινωνία σχολείο».
Μία διακήρυξη που κρατά τον δυναµισµό και την επικαιρότητά της αλλά που,για ορισµένους, συχνά λειτουργεί είτε ως µανδύας για µία στείρα καταγγελίαεναντίονκάθε αναγκαίας µεταρρύθµισης ως ύποπτης γιαιδιωτικοποίησηείτε ως κλίνητου Προκρούστη, προκειµένου οι ανάγκες της κοινωνίας να χωρέσουν στις επιθυµίες της «κοινότητας».
Αν δεν κάνω λάθος, το πραγµατικό νόηµα της στρατηγικής για µια εκπαίδευση ανοιχτή στηνκοινωνία συνδέεται µε µια πολιτική που προάγει και υποστηρίζει µε ποιοτι
Οποιες θετικές προσπάθειες γίνονται από την Πολιτεία αντιµετωπίζονται ως «προάγγελος της ιδιωτικοποίησης» ή ως «νέοι ταξικοί φραγµοί στη µόρφωση»κό τρόπο τη δηµιουργικότητα, την πρωτοβουλία, τον διάλογο, τη συµµετοχή, την καινοτοµία, την εφαρµογή της γνώσης και την παιδαγωγική ελευθερία.
Κι όµως, όποιες θετικές προσπάθειες γίνονται απότην Πολιτεία προς αυτήν την κατεύθυνση αντιµετωπίζονται ως «προάγγελος της ιδιωτικοποίησης» ή ως «νέοι ταξικοί φραγµοί στη µόρφωση».
Το αποτέλεσµα, δυστυχώς, είναι η ελληνική εκπαίδευση να καρκινοβατεί και ιδιαίτερα η πανεπιστηµιακή βαθµίδα να αγκοµαχά στηνπροσπάθειά της να παρακολουθήσει τις φρενήρεις διεθνείς εξελίξεις.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, έπειτα από τόσες πολιτικές προσπάθειες και µεταρρυθµίσεις, συνεχίζουµε να µην µπορούµε να διασυνδέσουµε αξιόπιστα τα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα και τα ΤΕΙ µε την κοινωνία και τηνπαραγωγή, αφήνοντάς τα φυλακισµένα σε µια κλειστή αντίληψη, µακριά από τις αναζητήσεις των εργαζοµένων, των επαγγελµατιών,των επιχειρηµατιών και των γονέων.
Μία καλή εκδοχή της διασύνδεσης της εκπαίδευσης µε την κοινωνία θα ήταν η συνέργεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης µε τους φορείς της ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης και µε τα όργανα διοίκησης των τοπικών ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Αλλά και αυτό το ταγκό θέλει δύο (την Αυτοδιοίκηση και τους εκπαιδευτικούς φορείς),αλλά επίσης απαιτεί και µία καλή ορχήστρα (τα όργανα της Πολιτείας), ώστε να παράγεται ένα αρµονικό αποτέλεσµα. Ενα τέτοιο «κοινωνικό εργαστήρι» διασύνδεσης της Παιδείας, και ειδικότερα της τριτοβάθµιας βαθµίδας της,µε την τοπική κοινωνία και την παραγωγή, θαµπορούσε να στηθεί πιλοτικά στη Θεσσαλονίκη, µε µια γενναία πρωτοβουλία της νέας διοίκησης του ∆ήµου και των πρυτανικών αρχών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Είναι σωστό ότι ηεφαρµογή πολιτικών στον χώροτης Παιδείας απαιτεί, πάνω απ’ όλα, χρόνο. ∆εν επιτρέπει αιφνιδιασµούς καιέχει ανάγκη από πιλοτικές εφαρµογές, όπως αυτήπου παραπάνω σκιαγράφησα.
Ας θυµηθούµεεπίσης ότιαφορά, πέραν τωνεκπαιδευοµένων, περισσότερους από το έν τρίτον των δηµόσιων λειτουργών της χώρας. Γιαόλουςαυτούςτουςλόγους απαιτεί σταθερότητα, συλλογικότητα και επιµονή.
Αυτό επιβάλλει µακροπρόθεσµο σχεδιασµό αλλά και άµεσα µέτρα. Μέτρα όµως που να µην είναι αποσπασµατικά ή να µην προορίζονται για συντεχνιακή κατανάλωση αλλά να στοχεύουν σε µία Παιδεία ανοιχτή στην κοινωνία καιστα παραγωγικά της τµήµατα...
Πηγή : Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου