Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".
Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο ποιητής μπαρκάρει και πάλι αφού έχει εξασφαλίσει την άδεια της ασφάλειας, που τον θεωρεί "κομμουνιστή άνευ δράσεως" και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος. Έπειτα, από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό),ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το έργο του Νίκου Καββαδία
Στο έργο του εκφράζεται η περιπέτεια μιας θαλασσινής ψυχής. Κυριαρχεί παντού η θάλασσα (απέραντος δρόμος γνώσεων, διέξοδος του ανικανοποίητου, παρήγορη προέκταση πέρ’ απ’ τους ασφυκτικούς ορίζοντες του παραδεκτούΤα λιμάνια μικροί σταθμοί για λίγη ξεκούραση. Οι άνθρωποι επιβάτες: περνούν και φεύγουν. Οι μνήμες πολλές, πολλές φορές ανώνυμες.Το ταξίδι, χρόνος φευγιού, δρόμος ελευθερία.Το ότι έβλεπε τη θάλασσα σα βαπόρι , σαν σωσσίβιο του εσωτερικού του κόσμου το εκφράζει στο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» (Μαραμπού)Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ να σας σώσει,κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντωνκαι ταξιδεύει αδιάκοπα στην ατελείωτη γηΔέχθηκε επιρροές από Λαπαθιώτη, τον Ουράνη, τον Καρυωτάκη, τον Παπανικολάου, τον Εμμανουήλ και τον Καβάφη.Τον επιρρέασε φυσικά και ο Γάλλος ποιητής Μπωντλαίρτους ένωνε το κοινό πάθος της περιπέτειας , είχαν παράλληλη τεχνική:«Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί…» (συγκρισή με τις «Γάτες των φορτηγών – 2 πρώτοι στίχοι ), το αναφέρει και ο ίδιος στο ποίημα Gabrielle Didot («κι ένα τραγούδι σκάρωσα σε στυλ μπωντλαιρικό…)Τρία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του και τη σημαδεύουν: α) ο άνθρωπος της θάλασσας και η αγάπη του γι’ αυτόν, β) η γυναίκα με όλες τις μορφές της που μεταβάλλονται μέσα στον ανάλογο χώρο και γ) ο θάνατος. (Κωστούλα Μητροπούλου)Η ποίηση του Καββαδία λειτουργεί σαν έκφραση καθημερινή σαν τις λέξεις που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να εκφράσουν τα πιο βαθιά τους κρυμμένα αισθήματα (ψάχνει την τελιεότητα της γραφής, Μητροπούλου)Πάθος στην ποίησή του, πάθος ταξιδιών, ταξίδι προς το άγνωστο σε χώρες εξωτικές, ζωή ναυτικού γεμάτη αγωνία, ανησυχία και περιπέτεια. Τα ποιήματα του Καβδίας δίνου μιαν ανακούφιση και μια παρηγοριά γιατί προέρχονται από μια γνήσια ποιητική ψυχή που είναι πλασμένη να τραγουδεί…Μας ξαφνιάζει γιατί δείχνει πρώιμη ωριμότητα, δύναμη και μας συγκινεί παράδοξα. Στοχος που βγαίνει από τα βάθη, αλλότροπο ευαισθησία, πείρα ζωής και ψυχική ουσία.Δεν είναι πρωτότυπος στην εύρεση φραστικών μέσων ούτε αυτόφωτος.Μα δεν είναι μιμητής, έχει τόση ειλικρίνει όση αρκεί για να πείσει τον αναγνώστη.
Μαραμπού
Το 1933, όταν ο Καββαδίας ήταν μόλις 22 χρόνων, εκδίδεται από τις εκδόσεις «Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μαραμπού». Τα ποιήματά του περιλαμβάνονται πιθανότατα έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1927-1933, δηλαδή λίγο μετά από την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα. Την ποιητική συλλογή αυτή διέπουν τόσο η φρεσκάδα όσο και η γοητεία της εφηβικής αθωότητας της πρώτης λαχτάρας. Κυριαρχούν εναλλασσόμενες εικόνες από το πέλαγος και τα λιμάνια. Παρουσιάζονται διάφορες μικρές και αυτοτελείς ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους της θάλασσας (ο πιλότος Νάγκελ, ο νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, ο πλοίαρχος Φλέτσερ κ.α.) ή ακόμη και ζώα. Διακρίνεται η συνεχής αναζήτηση της έντασης, ο κίνδυνος και η ηδονή της αμαρτίας. Η μέθη της περιπέτειας και το πάθος στην καθάρια και τραγική του μορφή. Παντού κυριαρχεί η πίκρα που πηγάζει από το βούλιαγμα ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Στα ποιήματα υπάρχουν άνθρωποι που δε ξεκίνησαν ποτέ (Mal Du Depart), άλλοι που ξεκίνησαν και είναι έτοιμοι να ναυαγήσουν (Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου) και ακόμη κάποιοι άλλοι που χτυπήθηκαν ξαφνικά από το τυχαίο (πλοίαρχος Φλέτσερ). Το στοιχείο του έρωτα υπάρχει μα είναι παροδικό. Η γυναίκα είναι ανώνυμη, εμφανίζεται…μετά χάνεται και μερικές φορές μένει μονάχα στη μνήμη. Το φανταστικό έρχεται με έναν μοναδικό τρόπο σε επαφή με το πραγματικό και ο πυρετός της εναλλαγής γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των ποιημάτων. Αν και ο λόγος είναι λιτός και απέριττος η αφήγηση χαρακτηρίζεται από τη δράση και το απρόοπτο.Κυριαρχεί η επίπεδη γραφή καθώς και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος σε α’ πρόσωπο. Χρησιμοποιούνται εμβόλιμες εικόνες, αχρησιμοποίητες και απρόοπτες ρίμες. Ακόμα και στοιχεία του μοντέρνου μέσα στην παράδοση.Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλλας,κι έχουν οι πάγοι τώρα χρόνια σκεπαστείαπό αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.«Καφάρ»
Το 1933, όταν ο Καββαδίας ήταν μόλις 22 χρόνων, εκδίδεται από τις εκδόσεις «Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Μαραμπού». Τα ποιήματά του περιλαμβάνονται πιθανότατα έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1927-1933, δηλαδή λίγο μετά από την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα. Την ποιητική συλλογή αυτή διέπουν τόσο η φρεσκάδα όσο και η γοητεία της εφηβικής αθωότητας της πρώτης λαχτάρας. Κυριαρχούν εναλλασσόμενες εικόνες από το πέλαγος και τα λιμάνια. Παρουσιάζονται διάφορες μικρές και αυτοτελείς ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους της θάλασσας (ο πιλότος Νάγκελ, ο νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, ο πλοίαρχος Φλέτσερ κ.α.) ή ακόμη και ζώα. Διακρίνεται η συνεχής αναζήτηση της έντασης, ο κίνδυνος και η ηδονή της αμαρτίας. Η μέθη της περιπέτειας και το πάθος στην καθάρια και τραγική του μορφή. Παντού κυριαρχεί η πίκρα που πηγάζει από το βούλιαγμα ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Στα ποιήματα υπάρχουν άνθρωποι που δε ξεκίνησαν ποτέ (Mal Du Depart), άλλοι που ξεκίνησαν και είναι έτοιμοι να ναυαγήσουν (Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου) και ακόμη κάποιοι άλλοι που χτυπήθηκαν ξαφνικά από το τυχαίο (πλοίαρχος Φλέτσερ). Το στοιχείο του έρωτα υπάρχει μα είναι παροδικό. Η γυναίκα είναι ανώνυμη, εμφανίζεται…μετά χάνεται και μερικές φορές μένει μονάχα στη μνήμη. Το φανταστικό έρχεται με έναν μοναδικό τρόπο σε επαφή με το πραγματικό και ο πυρετός της εναλλαγής γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των ποιημάτων. Αν και ο λόγος είναι λιτός και απέριττος η αφήγηση χαρακτηρίζεται από τη δράση και το απρόοπτο.Κυριαρχεί η επίπεδη γραφή καθώς και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος σε α’ πρόσωπο. Χρησιμοποιούνται εμβόλιμες εικόνες, αχρησιμοποίητες και απρόοπτες ρίμες. Ακόμα και στοιχεία του μοντέρνου μέσα στην παράδοση.Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλλας,κι έχουν οι πάγοι τώρα χρόνια σκεπαστείαπό αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.«Καφάρ»
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία με τίτλο «Πούσι» εκδόθηκε το 1947, 15 χρόνια δηλαδή μετά το «Μαραμπού» Μέσα σε αυτά τα χρόνια συνέβησαν ποικίλα γεγονότα που επηρέασαν τον ποιητή. Μέσα σε αυτά είναι οι αυξημένες εμπειρίες του από τα καράβια και τα λιμάνια και φυσικά ο πόλεμος. Υπάρχει επίσης μια άκαμπτη δύναμη για αντίσταση που φτάνει αρκετά συχνά σε δραματικές κορυφώσεις.Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρόκι ειν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.Από να φοβάμαι και να καρτερώκάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.«Πούσι»Ο Καββαδίας σταματά να χρησιμοποιηθεί την επίπεδη που χαρακτήριζε το «Μαραμπού». Για το λόγο του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος σημειώνει: «ο στίχος είναι υπαινικτικός και όχι πλαστικός. Νοσταλγικός μάλλον παρά δημιουργός άμεσων συγκινήσεων από την επαφή του αναγνώστη με τον ποιητή. Έχει την γοητεί όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το καθημερινό, συνηθισμένο και τυπικό γεγονός». Αντιθετικά με το «Μαραμπού» στο «Πούσι» δεν υπάρχει η έξαρση και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος, ο ποιητής δε μας διηγείται πια συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια. Τα στιγμιότυπα αυτά εναλάσσονται με μνήμες από οικογενειακά συμβάντα, περιπέτειές του και διαβάσματα. Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το β΄ πρόσωπο και το «εσύ» που προσδίδει αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση, μα και βαθύτερη συνοχή (…Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί…Κι εσύ κοιτάς απάνω απ΄το τιμόνι…Τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα…ο παπαγάλος σου ‘στειλε στερνή φορά το γεια σου…). Η μορφή των ποιημάτων είναι επιστολική και όλα θυμίζουν καρτ-ποστάλ σε φίλους και συγγενείς , καθώς σχεδόν σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν αφιερώσεις για τον παραλήπτη τους. Οι στίχοι διατηρούν το στοιχείο του απροσδόκητου, το ίδιο και οι ομοιοκαταληξίες.Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί,οι μαθήτριες σχόλασαν του Ωδείουφωτεινές ρεκλάμες της οδού ΣταδίουΓέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.«Black and White»Τέλος γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει απόσταση από το καθημερινό, το συνηθισμένο και τυπικό γεγονός και παρατηρείται ότι ο τρόπος γραφής είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τον ψυχισμό του ποιητή.
Τραβέρσο
Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Τραβέρσο», εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975. Στο «Τραβέρσο» έχουμε τη συνέχιση της θαλασσινής περιπέτειας, η οποία όμως τώρα έχει γίνει πιο δραματική. Κυριαρχούν οι καινούριες και πιο βασανιστικές εμπειρίες καθώς και το τρομακτικό ρίγος του θανάτου. Ο στίχος χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και δύναμη. Μειώνονται τόσο τα περιγραφικά όσο και τα διακοσμητικά στοιχεία και τη θέση τους παίρνει η γύμνια και η αλήθεια. Η γραφή του αγγίζει την τελειότητα αν και διακρίνεται η έντονη κούραση από τη μακροχρόνια επαφή με τη θάλασσα που περιγράφεται από στιγμές έντασης και εσωτερικής κάμψης. Εμφανίζεται ένας ποιητικός ρεαλισμός που αγγίζει παράξενα το ονειρικό στοιχείο μέχρι τη σύζευξη ονείρου και πραγματικότητας.
Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Τραβέρσο», εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975. Στο «Τραβέρσο» έχουμε τη συνέχιση της θαλασσινής περιπέτειας, η οποία όμως τώρα έχει γίνει πιο δραματική. Κυριαρχούν οι καινούριες και πιο βασανιστικές εμπειρίες καθώς και το τρομακτικό ρίγος του θανάτου. Ο στίχος χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και δύναμη. Μειώνονται τόσο τα περιγραφικά όσο και τα διακοσμητικά στοιχεία και τη θέση τους παίρνει η γύμνια και η αλήθεια. Η γραφή του αγγίζει την τελειότητα αν και διακρίνεται η έντονη κούραση από τη μακροχρόνια επαφή με τη θάλασσα που περιγράφεται από στιγμές έντασης και εσωτερικής κάμψης. Εμφανίζεται ένας ποιητικός ρεαλισμός που αγγίζει παράξενα το ονειρικό στοιχείο μέχρι τη σύζευξη ονείρου και πραγματικότητας.
Βάρδια
(1954)Εναγώνιες αναζητήσειςΠάθος για τη γνώση/ εμπειρίεςΝτοκουμέντο σκληρής ζωής εργατών στη θάλασσαΔεν είναι μυθιστόρημα, ούτε συλλογή ταξιδιωτικών εντυπώσεωνΑφήγηση των βασάνων, χαρών/αγώνας με το υγρό στοιχείοΆφθονο αυτοβιογραφικό υλικό/εξομολογητικός χαρακτήραςΉρωες: μαρκονιστής Νικόλας (ο ίδιος ο ποιητής), υποπλοίαρχος Γεράσιμος, δόκιμος Διαμαντής, καπετάν ΠαναγήςΤο 1954, ο Νίκος Καββαδίας, 44 ετών, εκδίδει τη "ΒΑΡΔΙΑ" από τις εκδόσεις Καραβία. Έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό κι εξομολογητικό και είναι αφιερωμένη στον Παναγή Γιαννουλάτο. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, φορτηγό πλοίο έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Κεντρικοί ήρωες πάνω στο πλοίο "Πυθέας" είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο υποπλοίαρχος Γεράσιμος, ο δόκιμος Διαμαντής που έχει μόλις "παρασημοφορηθεί" από το πρώτο του αφροδίσιο νόσημα κι ο καπετάν Παναγής..."[...] Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες, γιομάτες μικρές κουκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.[...] Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι."
(1954)Εναγώνιες αναζητήσειςΠάθος για τη γνώση/ εμπειρίεςΝτοκουμέντο σκληρής ζωής εργατών στη θάλασσαΔεν είναι μυθιστόρημα, ούτε συλλογή ταξιδιωτικών εντυπώσεωνΑφήγηση των βασάνων, χαρών/αγώνας με το υγρό στοιχείοΆφθονο αυτοβιογραφικό υλικό/εξομολογητικός χαρακτήραςΉρωες: μαρκονιστής Νικόλας (ο ίδιος ο ποιητής), υποπλοίαρχος Γεράσιμος, δόκιμος Διαμαντής, καπετάν ΠαναγήςΤο 1954, ο Νίκος Καββαδίας, 44 ετών, εκδίδει τη "ΒΑΡΔΙΑ" από τις εκδόσεις Καραβία. Έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό κι εξομολογητικό και είναι αφιερωμένη στον Παναγή Γιαννουλάτο. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, φορτηγό πλοίο έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Κεντρικοί ήρωες πάνω στο πλοίο "Πυθέας" είναι ο ασυρματιστής Νικόλας, που είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο υποπλοίαρχος Γεράσιμος, ο δόκιμος Διαμαντής που έχει μόλις "παρασημοφορηθεί" από το πρώτο του αφροδίσιο νόσημα κι ο καπετάν Παναγής..."[...] Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρμες ή χακί ξεβαμμένες, γιομάτες μικρές κουκίδες κόκκινες, πράσινες, μαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.[...] Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς λένε, αγκωνάρι."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου