Blogger Widgets

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Μην ταλαιπωρείτε τους μαθητές και τα …λεξικά

Εδώ και τρία χρόνια κυκλοφορεί στη χώρα μια…φήμη ότι οι πολιτικές αποφάσεις – νόμοι, διατάγματα, πράξεις κλπ. – στον πυρήνα τους υπαγορεύονται από εξωσυστημικούς (σε σχέση με το σύστημα «Ελλάς») παράγοντες και η εγχώρια πολιτική τάξη είναι επιφορτισμένη, κυρίως, με το φραστικό τους περιτύλιγμα και την εφαρμογή. Το ότι η «φήμη» αυτή έχει βάση, φαίνεται καθαρά από τα εξής:

Πρώτον, από τις απαιτήσεις των εκπροσώπων των δανειστών να αποκτήσει η βούληση των εντολέων τους επίσημο κανονιστικό status χωρίς χρονοτριβή.

Δεύτερον, από την υποχρέωση των κυβερνώντων να ζητούν και να λαμβάνουν την έγκριση της τρόϊκας για όλες σχεδόν τις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν οικονομικές επιπτώσεις.

Ο Έλληνας πολίτης βλέπει και βιώνει μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα σχέση εξάρτησης ανάμεσα στην εγχώρια πολιτική ελίτ και στις ηγεσίες των κρατών και των οργανισμών που παρέχουν στη χώρα τα αναγκαία για τη διατήρηση μιας κάποιας κοινωνικής ειρήνης και ομαλότητας δάνεια, μεγάλο μέρος των οποίων επιστρέφει στα ταμεία των ίδιων των δανειστών ως οφειλόμενες δόσεις παλαιότερων δανείων

. Ούτε η αμερικανική βοήθεια αμέσως μετά τον πόλεμο, ούτε η συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ για τα γερμανικά δάνεια μπορούν να συγκριθούν ως προς τους όρους τους με τα δάνεια που επέβαλαν μετά το 2010 στην Ελλάδα οι «αγορές», εκμεταλλευόμενες μια σαθρή οικονομία και μια τοπική ηγεσία που φάνταζε μπροστά τους παιδικά χαρά.

Ποτέ η Realpolitik της «φρόνιμης» και φοβικής εγχώριας πολιτικής τάξης δεν ήταν τόσο απαξιωμένη όσο σήμερα, ταυτιζόμενη στα μάτια του κόσμου με την εκτέλεση επιβαλλόμενων έξωθεν σχεδίων χωρίς, υποτίθεται, εναλλακτική λύση. Όπως, ποτέ μέχρι τώρα η αντισυστημική πολιτική δεν ήταν τόσο ακίνδυνη και τόσο ετεροβαρώς ρητορική, όσο είναι σήμερα οι προτάσεις και οι σχεδιασμοί των φορέων του αντιμνημονιακού λόγου.

Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και αργότερα ο «Δημοκρατικός Στρατός» δεν ήταν απλώς αντισυστημικές φωνές χωρίς απήχηση και δράση, ήταν πραγματική απειλή για τους οπαδούς της τότε Realpolitik. Ακόμη και η ΕΔΑ, στη δεκαετία του ’50, φόβιζε περισσότερο την εγχώρια και την ατλαντική τάξη πραγμάτων από ό,τι φοβίζουν σήμερα μαζί ο Τσίπρας, ο Καμμένος και ο Μιχαλολιάκος. Οι οποίοι ούτε μεμονωμένα, ούτε – πολύ περισσότερο – από κοινού μπορούν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος των κομμάτων του μνημονιακού στρατοπέδου.

Μέχρι στιγμής άλλος απρόβλεπτος τρίτος παράγοντας δεν έχει προκύψει. Έτσι η ισορροπία ανάμεσα στο μνημονιακό και το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, τους οπαδούς της «φρονιμάδας» και τους οπαδούς της «ανατροπής», ευνοεί τους πρώτους.

Αλλά μόνο μέχρι τώρα. Διότι υπάρχει μεγάλη οργή μέσα στο ίδιο το σώμα των πολιτών που στηρίζουν σήμερα τα κόμματα της Realpolitik. Και αντί αυτά να λάβουν υπόψη το γεγονός και να προσπαθήσουν να εκτονώσουν την οργή, κάνουν – όχι, δεν τα αναγκάζει η τρόϊκα εδώ – ακριβώς το αντίθετο.

Πέντε δείγματα πρακτικών ενδυνάμωσης της οργής του κόσμου από την πλευρά των κομμάτων αυτών είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού:

Πρώτον, αποδεδειγμένα πλέον και μέσω της διαβόητης λίστας Λαγκάρντ, η αδυναμία να καταπολεμήσουν – τώρα και όχι αύριο – τη φοροδιαφυγή και να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα έσοδα για τη λειτουργία του κράτους εν γένει, και ειδικά του κοινωνικού κράτους. Το άλλοθι αυτής της αδυναμίας είναι ο δήθεν εκσυγχρονιστικός λόγος περί των αργόσχολων του δημόσιου τομέα.

Δεύτερον, η αδυναμία καταπολέμησης της ανεργίας και ειδικά της ανεργίας των νέων. Η αδυναμία αυτή γεννά, ως άμυνα, μορφές λόγου του τύπου «έχουμε περισσότερα Πανεπιστήμια από ό,τι χρειαζόμαστε, έχουμε παραμελήσει την αγροτική παραγωγή, λείπει το επιχειρηματικό πνεύμα από το σχολείο…»

Τρίτον, οι συνεχιζόμενες πελατειακές πρακτικές, με τη στελέχωση του κράτους από πρόσωπα που το βασικό τους προσόν είναι η θητεία τους στο κόμμα και η κομματική εργασία που έχουν προσφέρει ή η φιλική σχέση με κάποιον μεγαλόσχημο. Η αρχή της φιλότητας, για να θυμηθούμε τους αρχαίους, καλά κρατεί Τέταρτον, η διατήρηση προνομιακής μεταχείρισης σε χιλιάδες περιπτώσεις υπαλλήλων του δημόσιου τομέα – διότι δεν είναι μόνον οι υπάλληλοι της Βουλής το πρόβλημα – σε θεσμούς που έχουν δημιουργηθεί με διάφορα εύηχα προσχήματα, αλλά με βασικό κίνητρο την «τακτοποίηση» ημετέρων.

Πέμπτον και εξίσου σημαντικό, οι αιφνιδιασμοί που υφίστανται οι πολίτες αυτής της χώρας, ειδικά η νέα γενιά, και που ακυρώνουν κόπους και σχέδια ζωής. Θα σταθώ μόνο στο τελευταίο, για τα άλλα έχουν ειπωθεί πολλά και θα λεχθούν ακόμη περισσότερα.

Από το 1997 μέχρι σήμερα, για μια ολόκληρη δεκαπενταετία, οι μαθητές του Λυκείου μαζί με τους γονείς τους ακούν και βιώνουν αλλαγές στο σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Διάλογοι επί διαλόγων, επιτροπές σοφών και ευφυών που διαβουλεύονται στις οθόνες, ειδικοί και άσχετοι, εξουσιοδοτημένοι από φορείς και ελεύθεροι σκοπευτές, όλοι μιλούν ακατάπαυστα για το πώς πρέπει να οργανωθεί η πρόσβαση των αποφοίτων του Λυκείου στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ.

Πολιτικά πρόσωπα που χρειάζονται υλικό για το επικοινωνιακό τους προφίλ μεταρρυθμίζουν ή «απειλούν» με μεταρρυθμίσεις ένα διαρκώς απορρυθμιζόμενο μέσω της «αυτορρύθμισης» Εκπαιδευτικό Σύστημα, ιδρύουν Εθνικά και Κλαδικά Συμβούλια Παιδείας και Εκπαίδευσης, οργανώνουν ημερίδες, εξαγγέλλουν αλλαγές, συζητούν δημόσια τις λεπτομέρειες ενός συστήματος πρόσβασης που κάθε φορά θα ισχύσει από το επόμενο σχολικό έτος, αλλά στην πορεία κάτι συμβαίνει και η αλλαγή μπαίνει σε καθεστώς αναμονής.

Τώρα μας προέκυψε νέος γρίφος, ο «χάρτης» των Πανεπιστημίων, των Σχολών και των Τμημάτων με την εφαρμογή του σχεδίου «Αθηνά»


. Αλλά παρότι θεά της σοφίας, η Αθηνά μας παραπέμπει στο μαντείο της Δωδώνης: θα είναι το Τμήμα που επιθυμώ στο μηχανογραφικό ή δεν θα είναι; Θα το κρίνει, υποτίθεται, ο διάλογος. Ας ετοιμάζονται και οι λεξικογράφοι για επανεκδόσεις των λεξικών τους με τη νέα σημασία της λέξης «διάλογος»…

Βεβαίως, θα μου πείτε, αφού οι όροι των εξετάσεων για φέτος δεν αλλάζουν, οι αλλαγές στο χάρτη των Τμημάτων είναι ανθυπολεπτομέρεια. Ίσως. Αλλά οι υποψήφιοι χρειάζονται ηρεμία για να προετοιμαστούν. Και αυτή επηρεάζεται και διαταράσσεται από τέτοιες «λεπτομέρειες». Δεν χρειάζεται ειδική παιδαγωγική κατάρτιση για να αντιληφθεί κανείς ότι η εκπαίδευση δεν αντέχει (άλλους) αιφνιδιασμούς.

Οι πολιτικοί που διαχειρίζονται τα ζητήματα της Εκπαίδευσης πρέπει κάποτε να μιλήσουν με ευθύτητα. Ας μας πουν, λοιπόν, χωρίς περιστροφές και μισόλογα τι είναι δική τους πρωτοβουλία στην εκπαιδευτική πολιτική, και τι συνιστά απλώς «υποχρεωτικό μέτρο σύγκλισης» στη βούληση της τρόϊκας. Διότι δεν μπορούν άλλο και να τα φορτώνουν όλα στην τρόϊκα, αλλά και να καμαρώνουν για τις πρωτότυπες εκπαιδευτικές τους επικοινωνιακές πρωτοβουλίες. Πρέπει να μάθουν, εν ολίγοις, να μην εξοργίζουν τους μαθητές και τους γονείς τους. Από την ψήφο των οποίων τελικά εξαρτάται και η ίδια η ιδιότητά τους.

Φυσικά μια τέτοια μάθηση προϋποθέτει τη γενική ικανότητα «έχω μάθει πώς να μαθαίνω». Όμως, μερικές φορές η αίσθηση – διότι πραγματική δύναμη στα χέρια ενός Έλληνα κυβερνητικού αξιωματούχου σήμερα (με εξαίρεση τη ρουσφετολογική) δεν υπάρχει – της ισχύος αφαιρεί από το άτομο αυτή την πολύ χρήσιμη δεξιότητα. Η μόνη θεραπεία που προτείνεται είναι ο αναστοχασμός, η απόσταση από το ρόλο. Για να ησυχάσουν, κάπως, μαθητές και λεξικογράφοι…

*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.
InfoGnomon





Δεν υπάρχουν σχόλια: