Blogger Widgets

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Η δίκη των 6

Με τον όρο Δίκη των έξι έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν από την επαναστατική επιτροπή για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική καταστροφή: 


Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επι των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.

Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στην περιοχή του Γουδή. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού.


Προϊστορία

Η Ελλάδα από το 1919 διεξήγαγε πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία με σκοπό την εξάλειψη της ισχύος του άτακτου στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Νοέμβριο του 1920 μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας πραγματοποιήθηκαν εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, έναν συνασπισμό αντιβενιζελικών κομμάτων, και κατ' επέκταση το Λαϊκό Κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Τον Μάρτιο του 1921 ο Γούναρης σχημάτισε κυβέρνηση προκειμένου πια ο ίδιος ο Γούναρης να ελέγχει την όλη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Την κυβέρνηση Γούναρη ακολούθησαν αυτές των Στράτου και Πρωτοπαπαδάκη. Η αλλαγή της στάσης όμως των συμμάχων, οι νίκες του τουρκικού στρατού, τα λάθη των Ελλήνων αξιωματικών και η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1922 η γραμμή άμυνας Αφιόν - Καραχισάρ να διασπαστεί από τον τουρκικό στρατό και να επακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή, η οποία επισφραγίστηκε με την συνθήκη της Λωζάνης. Με την υποχώρηση της αμυντικής γραμμής και έχοντας χάσει κάθε έλεγχο η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτή του Τριανταφυλλάκου.

Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε από το θρόνο αναχωρώντας για την Ιταλία και παραχωρώντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β΄. Επιπλέον παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία και αντικαταστάθηκε από την βραχύβια, μόλις μίας ημέρας, κυβέρνηση Χαραλάμπη που με την σειρά της αντικαταστάθηκε από αυτή του Σωτήριου Κροκίδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Συλλήψεις και προσαγωγή σε δίκη

Αμέσως τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο Γούναρης συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Η διαδικασία «απονομής δικαιοσύνης» δεν είχε καθοριστεί αφού υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Η μετριοπαθής μερίδα ζητούσε προσαγωγή σε δίκη των υπευθύνων ενώ η σκληροπυρηνική (Παπαναστασίου, Πάγκαλος, Οθωναίος) την άμεση εκτέλεσή τους. Επιπλέον υπήρχε η πίεση των ξένων δυνάμεων που ζητούσαν δίκη χωρίς συνοπτικές διαδικασίες. Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων. Η λογική που είχε περάσει η επαναστατική επιτροπή στον λαό ήταν ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε.

Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περι συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών. Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος αντίστοιχα αφού είχαν λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις απ τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφαση του στρατοδικείου. Βοηθοί του Πάγκαλου ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την Αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:
  • Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 - 1922
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922
  • Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922
  • Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
  • Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
  • Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης
  • Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
  • Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Το κατηγορητήριο, παρατηρεί ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, είχε το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανολογείται ότι συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της επαναστατικής επιτροπής. Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής με τα εξής λόγια: «Αλλ' όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ'αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση». Επίσης ιδιαίτερες κατηγορίες υπήρχαν για τους Στράτο, Στρατηγό και Θεοτόκη. Η ευθύνη του Χατζηανέστη παρουσιάστηκε σε ειδικό κεφάλαιο, και χαρακτηριζόταν ως υπαίτιος της καταρρεύσεως του μετώπου.

 Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ τους στερήθηκε και η πρόσβαση σε έγγραφα απαραίτητα για την υπεράσπισή τους. Όλων η απολογία ήταν μικρή πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν ευσταθεί. Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφως ώστε, εφόσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα.

Η δίκη


Στις 31 Οκτωβρίου συνήλθε το έκτακτο στρατοδικείο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη ορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας για τους Πρωτοπαπαδάκη και Μπαλτατζή, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς για τους Γούναρη, Στράτο και Χατζανέστη, Σ. Σωτηριάδης για τον Γούδα, Οικονομίδης για τον Στρατηγό, Αριστοτέλης Ρωμανός για τον Θεοτόκη, Δουκάκης για τον Χατζανέστη ενώ οι Νοταράς και Πολίτης συμμετείχαν στην υπερασπιστική ομάδα. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.

Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.

Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, η δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. Οι κατηγορούμενοι είχον πλήρη ελευθερίαν υπερασπίσεως. Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως - αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι - δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν.

Οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αμυνθούν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης, αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε.

Ετυμηγορία και εκτελέσεις

Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ' όλα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διαμέσου του πρεσβευτή της Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά.

Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922.»

ο Πρόεδρος - ο Γραμματέας

Α. Οθωναίος
- Ιωάννης Πεπόνης
Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα.

Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε από τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε ότι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπο δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Την ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα με σκοπό να του επιδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως ότι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η Σουηδική και Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της.

Στάση Βενιζέλου

Το τηλεγράφημα
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται από τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.

Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς ότι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικότητας για το θέμα των εκτελέσεων. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε ότι αι συστάσεις του αποτελούν παρέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδας και ότι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων αποτελεί ρητήν απαίτησιν της κοινής γνώμης.

Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί ότι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε ότι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: «εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού». Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. Παρ' όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλεόν κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατική καταστροφή».


Η ετυμηγορία του στρατοδικείου
 
Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ’ολα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διά μέσου του πρεσβευτή τους Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί οτι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει απο το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω απο το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά.

Στις 15 Νοεμβρίου, 7:15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάτχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπερ του Δημοσίου κατα του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύσθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922».
ο Πρόεδρος – ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος – Ιωάννης Πεπόνης

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε απο την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας οτι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα.

Όταν ο Πλαστήρας υπέγραψε τη διαταγή για την εκτέλεση, κατέφθασε στο γραφείο του ο τότε σύμβουλός του Γεώργιος Παπανδρέου. Ο διάλογος είναι αποκαλυπτικός:

- Παπανδρέου: «Αν έρθει, αρχηγέ, τηλεγράφημα του Βενιζέλου που συνιστά να μη γίνει η εκτέλεση, τι θα γίνει;».

- Πλαστήρας: «Δεν μπορώ ν’ αλλάξω γνώμη. Έχω δώσει το λόγο μου. Άλλωστε το τηλεγράφημα δεν ήρθε».

- Παπανδρέου: «Κι αν έρθει; Σκέφτεσαι τη θέση σου;».
 
Ο Πλαστήρας δεν απάντησε. Δεχόταν πιέσεις από τον υπουργό Στρατιωτικών Πάγκαλο, ο οποίος επηρέαζε ένα μεγάλο μέρος του λαού, να επιταχύνει τις εκτελέσεις.

Οι τελευταίες ώρες των μελλοθάνατων

Βαριά άρρωστος ο Δημήτριος Γούναρης νοσηλευόταν στην κλινική Ασημακοπούλου, ενώ οι συγγενείς του επίτηδες απέφευγαν να τον πληροφορούν για την πορεία της δίκης. Την παραμονή του τέρματος της δίκης, στις 6 το βράδυ, ο πρώην πρωθυπουργός αντελήφθη ότι ο ανεψιός του Βασίλειος Σαγιάς δεν βρισκόταν όπως συνήθως κοντά του. Το γεγονός αυτό, τον ανησύχησε. Βυθισμένος για λίγο σ’ ένα ήσυχο ύπνο, τιναζόταν κάδε τόσο και ρωτούσε τους παρευρισκομένους στο δωμάτιο:

- Δεν φαίνεται κι αυτός ο Βασίλης… Στείλτε να τον εύρουν, θέλω να μάθω τι γίνεται…
 
Η ανησυχία του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος είχε αυξηθεί γύρω στα μεσάνυχτα.

-Μα επιτέλους… θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Τι έγινε αυτός ο Βασίλης;
Ο γιατρός Βλάχος προσπάθησε να τον ησυχάσει.
- Έχουμε την πληροφορία ότι δευτερολογούν.
Ο Γούναρης κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
- Ώστε αύριο τελειώνουν όλα!..
- Τι λέτε θείε;
τον διέκοψαν οι ανιψιές του.
- Αυτό που σας λέγω! Αύριον τελειώνουν όλα! Δεν απατώμαι εγώ..
 
Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν την ηρεμία της οδού Ασκληπιού τάραξαν θόρυβοι από φρένα αυτοκινήτων που έτριζαν, και σταματούσαν στη γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού. Σε λίγο μεγάλη στρατιωτική δύναμη είχε κυκλώσει όλο το τετράγωνο μέχρι και τη Σκουφά ακόμη. Η κλινική βρισκόταν αποκλεισμένη.

Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιωάννης Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος.

Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.

- Αμαλία έκανες τόσο κουραστικό ταξίδι για να έλθεις;
 
Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής.

Ο ταγματάρχης Εμμανουήλ Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε:

- Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον…
 
Ο Κανελλόπουλος κι ο Βλάχος με μια φωνή απάντησαν:
- Αυτό είναι αδύνατον, ο πυρετός είναι υψηλός. Μόλις δια των ενέσεων συγκρατείται ο ασθενής εις την ζωήν…
 
Ο Κατσιγιαννάκης τους κοίταξε βλοσυρά:
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Έχω διαταγές και θα τις εκτελέσω…
 
Οι άλλοι επέμειναν:
- Εμείς όμως αδυνατούμεν να σας τον παραδώσωμεν…
- Τότε θα τον μεταφέρω βιαίως…
 
Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ’ το δωμάτιο του μελλοθανάτου. Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.

- Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας ζητά να σας μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης, πλησίασε τον ασθενή και του είπε:
- Κύριε Πρόεδρε, σηκωθείτε! θα σας μεταφέρωμεν!
- Θα σηκωθώ. Περιμένετε να ενδυθώ
, απάντησε ο Πατρινός πολιτικός.

Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολλάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ’ ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος. Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακκάκι. Ύστερα κάθησε κι έγραψε σ’ ένα χαρτί τη διαθήκη του.
Ό,τι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών.
Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Ο Χαρ. Βοζίκης τον χάιδεψε. Ο πρώην πρωθυπουργός του χαμογέλασε:

- Φοβάσαι μη χάσω το θάρρος μου; θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ’ όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει…
 
Και γυρίζοντας προς τον Ξενοφώντα Στρατηγό, που είχε γλυτώσει τη θανατική ποινή, του είπε:
- Για μένα το περίμενα. Αλλά για τους άλλους δεν το εφανταζόμουν.
Και παρεκάλεσε να του φέρουν τον τελευταίο του καφέ.

Στη γωνιά η ανιψιά του Μαρία Τυπάλδου και η μητέρα της Ιουλία Σαγιά δεν μπορούν να συγκρατηθούν και ξεσπούν σε λυγμούς. Ο Γούναρης στράφηκε στην αδελφή του:
- Αμαλία μου, πάρε σε παρακαλώ την Ιουλία έξω. Δεν ημπορώ ν’ ακούω κλάματα, Φύγετε, αφήστε με ήσυχον…
 
Η Μαρία Τυπάλδου τον ρώτησε διστακτικά:
- Να φύγω κι εγώ θείε μου;
- Να μείνεις, αν μου υποσχεθείς ότι δεν δα κλάψεις…
 
Ύστερα έβγαλε το ρολόι του, κοίταξε τον ναύαρχο Τυπάλδο και του ψιθύρισε:
- Μετά ημίσειαν, το πολύ μίαν ώραν, εκλείπομεν…
 
Ενώ οι «Έξι» περνούσαν τραγικές στιγμές, ο Άγγλος πρεσβευτής Λίντλεϊ αγρυπνούσε στην πρεσβεία, περιμένοντας την απόφαση, που θα του μετέδιδε αμέσως ένας άνθρωπός του που παρακολουθούσε τη δίκη. Η αναγγελία της θανατικής καταδίκης, έπεσε σαν βόμβα στην ξένη πρεσβεία. Ο Λίντλεϊ κατά βάθος πίστευε ότι οι στρατοδίκες δεν θα καταδίκαζαν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σε δυνατό.

Ο Άγγλος πρεσβευτής μόλις συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, δεν έχασε καιρό. Έπρεπε να κινηθεί αμέσως, μήπως προλάβαινε και τους έσωζε, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπρεπε να επέμβει για να σώσει συγχρόνως και το βρετανικό γόητρο, που εκείνη τη στιγμή κουρελιαζόταν με την περιφρόνηση της επαναστατικής επιτροπής προς τις προειδοποιήσεις της Αγγλίας. Ο Λίντλεϋ πήρε αμέσως στο τηλέφωνο τον υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Ρέντη και του ζήτησε να τον συνοδεύσει επειγόντως στο γραφείο του Πλαστήρα. Ο Ρέντης δεν έφερε αντίρρηση και ύστερα από μισή ώρα, ο Άγγλος πρεσβευτής ακολουθούμενος από την Έλληνα υπουργό Εξωτερικών έμπαινε στο γραφείο του αρχηγού της Επαναστάσεως, που εκείνη τη στιγμή κουβέντιαζε με τον υποφρούραρχο Λ. Σπαή κι ακολούθησε η εξής αυθεντική στιχομυθία:

- Κύριε συνταγματάρχα, σας εφιστώ δια τελευταίαν φοράν όλως ιδιαιτέρως την προσοχήν επί των δυσάρεστων συνεπειών αι οποίοι θα ανέκυπταν ης το ενδεχόμενον της εκτελέσεως της θανατικής αποφάσεως.

- Εάν η Αγγλία δέχεται να υποστηρίξη την παραμονήν της Θράκης εις την Ελλάδα, άνευ της οποίας δεν είναι δυνατόν να αποζήση ο καταφυγών εδώ ελληνικής πληθυσμός της Μικρός Ασίας, η Επανάστασις δέχεται να παραδώση τους κατάδικους εις την Αγγλίαν ή να τους παραδώση εις οιοδήποτε άλλο κράτος.
- Δεν έχω καμμίαν τοιαύτην εντολήν της κυβερνήσεως μου.

- Αναλαμβάνω ως αρχηγός της Επαναστάσεως την υποχρέωσιν έναντί σας όπως αναβάλω την εκτέλεσιν δια μίαν ή έστω, και δύο ημέρας έως ότου ζητήσετε την εντολήν από την κυβέρνησίν σας.

- Δεν ημπορώ να προχωρήσω εις μίαν τοιαύτην πρωτοβουλίαν την οποίαν μου αξιώνετε.
 
Και ο Πλαστήρας σε οργίλο ύφος είπε:
- Αφού ενδιαφέρεστε τόσον πολύ δια τους κατάδικους, διατί η κυβέρνησίς σας άφησε την Ελλάδα να καταστραφή εις την Μικράν Ασίαν όταν εκείνοι ήσαν κυβερνήται; Δυστυχώς, και η Ελλάς και οι κατάδικοι, δια τους οποίους εκδηλώνετε τώρα το έντονον ενδιαφέρον σας είναι θύματα της Αγγλίας…
 
Ο Λίντλεϊ κατάλαβε ότι κάθε άλλη κουβέντα ήταν περιττή. Οι ελπίδες του πήγαιναν χαμένες. Δεν μπορούσε πια να σώσει τα θύματα των δολοπλοκιών της αγγλικής πολιτικής.

Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε.

- Αυτό άφησε με να το κρατήσω ακόμη. Έζησα τόσο ευτυχισμένα μαζί σου, ώστε δεν θέλω να σε αποχωρισθώ ως την τελευταία μου πνοή. Θα σου την φέρουν ύστερα…
 
Ο Μπαλτατζής έριξε ένα βλέμμα λατρείας στα παιδιά του:
- Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα…
 
Ύστερα από μικρή σκέψη πρόσθεσε:
- Όσο γι’ αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς.
 
Ο Μπαλτατζής φίλησε τα παιδιά του και τους ψιθύρισε:
- Τον νουν σας στη μητέρα σας…

Ύστερα στράφηκε προς τον γυναικάδελφο του στρατηγό Σούτσο:
- Σεις όταν θα ιδείτε τον Βασιλέα – τον Κωνσταντίνο εννοώ – να ειπείτε εκ μέρους μας το «Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε αποχαιρετούν»!…
 
Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε γύρω του τη γυναίκα του και την κόρη του. Συνεχώς το βλέμμα του βυθιζόταν στα μάτια της δεύτερης που την υπεραγαπούσε, κι έσφιγγε και τις δυο στην αγκαλιά του.

Ο Νικόλαος Θεοτόκης (γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του.
- Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά…
 
Εκείνη μέσα απ’ τους λυγμούς και τα αναφυλλητά της, επανελάμβανε:
- Πες μου Νίκο… Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;
- Σου είπα κι άλλοτε… Απ’ αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν…
 
Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ’ τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαράλαμπος Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικόλαος Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.

Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν.

Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
- Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί…
 
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
- Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
 
Ο Κατσιγιαννάκης δεν τόλμησε. Ανέθεσε σ’ έναν ανθυπομοίραρχο να μπει στον θάλαμο των μελλοθανάτων και να μεταδώσει το «μήνυμα».
Στις 9:00 π.μ., ο ανθυπομοίραρχος ανακοίνωσε ταραγμένα:
- Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε…
- Έχει καλώς!…
τον έκοψε ο κατάδικος πολιτικός.

Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους.

Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που τον συνέτριβε ψυχικά. Παίρνοντας τον γιο του Ανδρέα (τον μετέπειτα υπουργό) απ’ το χέρι, του είπε:
- Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι’ αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ.

Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του:
- Να φροντίσεις για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ’ την Ελλάδα…
 
Λίγο πριν την εκτέλεση
 
Όταν στις 11 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων.

Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δώρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή.

- Είναι καιρός να φύγετε, είπε σ’ όλους τους συγγενείς ο Γούναρης.
Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν’ αποχαιρετούν τους οικίους τους.

Ο ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε:
- Θα περπατήσω,
είπε απλά.

Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανηψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγό του).
- Χαίρετε. Κοκό φεύγω. Μαρία μου!
 
Κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό. Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάνη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα, κενά και κλειστά απ’ όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά σιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη. Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ’ αποφάσισε.

- Ας είναι… Το παίρνω, αν και οι ιατροί μου απηγόρευσαν να καπνίζω αφ’ ότου ησθένησα!…
 
Προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη.

Σε λίγο η θλιβερή πομπή ξεκίνησε. Προπορευόταν ένα φορτηγό, μετά δυο νοσοκομειακά, ένα άλλο φορτηγό με την κάνη του πολυβόλου προτεταμένη και την πομπή έκλειναν δυο-τρία αυτοκίνητα επιβατικά με τον Κατσιγιαννάκη και άλλους αξιωματικούς της Χωροφυλακής. Στον τόπο των εκτελέσεων είχε αρχίσει απ’ τα ξημερώματα κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.

Το θέαμα θα παρακολουθήσουν πολιτικοί, στρατιωτικοί, πολίτες, γιατροί και ασθενείς από το παρακείμενο νοσοκομείο «Σωτηρία», ένας διάκος, τσοπάνηδες από τις γειτονικές στάνες, δημοσιογράφοι αλλά κι ένας θεατρικός συγγραφέας, ο Παντελής Χορν. Παρόντες επίσης ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Γρηγοριάδης, ο γραμματέας του Στρατοδικείου Ι. Πεπονής, ένας υπάλληλος της Αγγλικής Πρεσβείας, ο γιατρός του Γούναρη Ι. Βλάχος και ο γιος του Ν. Στράτου, Ανδρέας. Όλοι περιμένουν την άφιξη των μελλοθανάτων. Κάποιοι έχουν σκαρφαλώσει στα δέντρα.




Κάποτε η συνοδεία τον αυτοκινήτων έφτασε «στον τόπο του μοιραίου». Ακούγεται το σύνθημα για την ανασύνταξη φρουράς και στρατιωτών, σχηματίζοντας ένα «Π» με άνοιγμα προς το Ψυχικό. Τα αυτοκίνητα σταματούν.

Ανοίγει η πόρτα του πρώτου νοσοκομειακού και ξεπροβάλλει το κεφάλι του Στράτου. Μοιάζει ν’ αναζητά μέσα στο πλήθος τον γιο του. Κατεβαίνει, αλλά παραπατάει. Φτιάχνει το καπέλο του αμήχανα. Μαζί με τον Πρωτοπαπαδάκη βοηθάει τον άρρωστο και εξαιρετικά χλωμό Γούναρη να κατεβεί κι αυτός.

Κανένας δεν λέει στους καταδίκους τι πρέπει να κάνουν. Η αμηχανία του Στράτου είναι πιο έκδηλη.

- Πού πηγαίνομεν;
ρωτά τον Γούναρη.
- Εις τον άλλον κόσμον,
απαντά κάνοντας μερικά βήματα.

Τρίτος κατέβηκε ο Πρωτοπαπαδάκης που πρόσφερε το μπράτσο του στον Γούναρη για να στηριχτεί. Ύστερα γύρισε στον μοίραρχο Βοβολίνη:
- Να τερματιστεί το ταχύτερον ό,τι έχει να γίνει.
 
Ένας όμιλος αξιωματικών στο βάθος έκανε συνεννοήσεις. Στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν κι οι υπόλοιποι.

Νευρικός κι ανυπόμονος κατεβαίνει από το δεύτερο νοσοκομειακό ο στρατηγός Χατζανέστης. Φοράει αδιάβροχο χακί χρώματος για να καλύπτει τη χωρίς διάσημα στολή του, που μόνος είχε αποσπάσει στις φυλακές Αβέρωφ, μπλέκει τα χέρια του πίσω από την πλάτη, αποφεύγοντας να κοιτάξει το πλήθος. Στρατιωτική καθαίρεση δεν έγινε.

Κατεβαίνουν κατόπιν ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Ο Χατζηανέστης που από πολλά χρόνια, έτρεφε την έμμονη ιδέα ότι είχε…γυάλινα πόδια, βάδιζε νευρικά, μ’ ανυπομονησία. Ο Θεοτόκης, χλωμός, βιάζεται.

Ο Μπαλτατζής απόλυτα ψύχραιμος, πλησιάζει τον Στράτο και κουβεντιάζουν. Εκείνος προσφέρει τσιγάρο σ’ αυτόν και στον Θεοτόκη. Ανάβουν κι οι τρεις από το ίδιο σπίρτο. Ύστερα πηγαίνει προς τον Γούναρη και μαζί με τον Πρωτοπαπαδάκη τον κρατούν για να μην πέσει.

Τότε από το… κοινό ακούγεται ένα δυνατό αναφιλητό. Είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Αθάνατος, που όλο το διάστημα της δίκης και πριν απ’ αυτήν ζητούσε την αμείλικτη τιμωρία των «προδοτών». Οι συνάδελφοί του προσπαθούν να τον ησυχάσουν. Ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης τον επιπλήττει.

Η εκτέλεση των «Έξι»
 
Οι κατάδικοι έχουν οδηγηθεί στη μέση του «Π». Ο Γρηγοριάδης αρχίζει να διαβάζει την απόφαση του δικαστηρίου με φωνή τρεμάμενη, ενώ ένα στρατιωτικό τμήμα παρουσιάζει όπλα. Ξαφνικά η φωνή του κόβεται, μοιάζει έτοιμος να λιποθυμήσει. Έτρεξε αμέσως ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Ιωάννης Πεπονής, πήρε από τα χέρια του Γρηγοριάδη την απόφαση και συνέχισε την ανάγνωση της απόφασης.

Στο μεταξύ ο Γρηγοριάδης συνήλθε, σηκώθηκε χλωμός, ρώτησε τους «Έξι» αν θέλουν τίποτα σαν «τελευταία επιθυμία». Όλοι απαντούν αρνητικά με νεύματα. Ο Στράτος δίνει την ασημένια ταμπακέρα του στο μοίραρχο Βοβολίνη να την παραδώσει στο γιο του. Ο Θεοτόκης παραδίδει το ρολόι του.

Ο μοίραρχος Βοβολίνης τους πρότεινε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Μπαλτατζής φώναξε δυνατά:
- Όχι.
 
Την ίδια απάντηση έδωσαν και οι άλλοι με νεύματα.

Ο Στράτος εξακολουθούσε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες. Το απόσπασμα ετοιμάζεται και ακούγεται ο ιερέας που ψάλλει τις τελευταίες ευχές. Με τον Γούναρη πρώτο κι οι άλλοι αποκαλύπτονται και σταυροκοπιούνται, ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα. Ο Θεοτόκης κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος. Ο Μπαλτατζής στηρίζει το μονόκλ του, ο Στράτος καπνίζει πάντοτε, ενώ ο Γούναρης λίγο κυρτωμένος σχεδόν τρικλίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες, με τον γιακά του κουμπωμένου παλτού του υψωμένο, περιμένει το σκληρό τέλος. Για τελευταία φορά γυρίζει το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά στους φίλους του. Ένας αξιωματικός πλησιάζει για να «καθαιρέσει» τον αρχιστράτηγο εκείνος οργίζεται. Βγάζει τα διάσημα από την τσέπη του αδιάβροχου και τα πετάει, λέγοντας:
- Αισχύνομαι διότι διοίκησα τοιούτον στρατόν…
 
Οι Θεοτόκης, Μπαλτατζής, Στράτος, Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Χατζανέστης έχουν τώρα τοποθετηθεί στη γραμμή σε απόσταση δέκα μέτρα ο ένας από τον άλλον. Ο παπα-Μερκούριος ψέλνει τις τελευταίες ευχές.

Το έδαφος στο σημείο που στέκεται ο Πρωτοπαπαδάκης είναι λίγο ανώμαλο. Ασυναίσθητα προσπαθεί να το ισιώσει με το πόδι του.

Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει χωριστεί σε έξι ομάδες πέντε αντρών στην κάθε μία. Μόνο στην ομάδα που θα σκοπεύσει σε λίγο τον Χατζανέστη είναι έξι στρατιώτες και ο λοχίας επτά.

Ένας ανθυπασπιστής διατάζει να φύγει ο παραπανίσιος: «Σήκω εσύ!» για να πάρει την απάντηση: «Όχι, δεν φεύγω. Είμαι Μικρασιάτης. Θα μείνω να τουφεκίσω».
 
Ο ανθυπασπιστής υποχωρεί…

Ακουγόταν ότι στο Φρουραρχείο φαντάροι καβγάδιζαν για το ποιος θα εξασφαλίσει μια θέση στο εκτελεστικό απόσπασμα, ότι Μικρασιάτες πλήρωσαν ακόμα και πενηντάρικο σε συναδέλφους τους που είχαν οριστεί στο απόσπασμα για να τους παραχωρήσουν την τιμή να «ντουφεκίσουν τους προδότες».

- Έλα εδώ εσύ!… διατάζει ο Χατζανέστης το συνταγματάρχη Γρηγοριάδη.
Ο αρχιστράτηγος βγάζει από το δάκτυλο τρεις βέρες και του τις δίνει λέγοντας:
– Να τις στείλεις στην κόρη μου
.

Η ώρα είναι 11:26. Τώρα ακούγεται το πρόσταγμα του επικεφαλής του αποσπάσματος ανθυπολοχαγού Λίνου:
- Επί σκοπόν!

Με το «επί σκοπόν», ο Στράτος πετά το τσιγάρο του και περιμένει. Τριάντα ένα τουφέκια υψώνονται σημαδεύοντας. Το τραγικό παράγγελμα «πυρ» καλύφτηκε απ’ τον κρότο των 31 όπλων, που αντήχησε μέσα στην ησυχία του δάσους. Λίγο αργότερα οι έξι λοχίες ρίχνουν με τα περίστροφά τους την χαριστική βολή στους έξι…

Ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής έγειραν ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσαν μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος. Ο Στρατός κλονίστηκε κι έπεσε απότομα προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο. Ο Γούναρης κλονίστηκε και γέρνοντας λίγο δεξιά ξαπλώθηκε κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης έπεσε μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Ο Χατζηανέστης μόλις δέχτηκε τις σφαίρες έκανε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω. Κούνησε σπασμωδικά τα χέρια στον αέρα, κι ύστερα έπεσε προς τα πίσω κλίνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός.

Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπό δρακόντειες δυνάμεις ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες στις 2:30 μ.μ.

Την ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα για να του αποδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως οτι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε να απο τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η σουηδική και βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της.

Ακολούθησε ανακοίνωση, η οποία έλεγε:
«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρο εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».
Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου
15 Νοεμβρίου 1922».

Ο αιματηρός επίλογος της μεγαλύτερης ίσως πολιτικής τραγωδίας του τόπου μας, είχε κλείσει.

Ο πρίγκιπας Ανδρέας
 
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, υπό την ιδιότητα του προέδρου της ανακριτικής επιτροπής, διέταξε τον συνταγματάρχη Χαρ. Λούφα να συλλάβει τον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στην Κέρκυρα. Πράγματι, ο Λούφας μετέβη στην Κέρκυρα, και το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου 1922, ο πρίγκιπας μεταφερόταν στην Αθήνα υπό ενισχυμένη συνοδεία. Κατά διαταγήν του Πάγκαλου, ο Ανδρέας ετέθη υπό αυστηρό περιορισμό στο ανάκτορο του αδελφού του πρίγκιπος Γεωργίου, άλλοτε αρμοστού της Κρήτης, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Δημοκρίτου.

Η είδηση της συλλήψεως του πρίγκιπας, δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και προκάλεσε ζωηρή αίσθηση. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή απέφευγε επιμελώς οποιαδήποτε ανάμιξη στις πράξεις της Επαναστάσεως, εξανέστη από τη σύλληψη του θείου του. Ο βασιλόπαις-αντιστράτηγος κατηγορείτο ότι ως διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, δεν είχε υπακούσει στις 27 Αυγούστου 1921 σε διαταγή της Στρατιάς, και μετακίνησε το Β’ Σώμα Στρατού προς άλλη κατεύθυνση. Έτσι θεωρήθηκε ως κύριος και αποκλειστικά υπεύθυνος της ατυχούς εκείνης εκστρατείας προς τον Σαγγάριο.

Τέσσερις ημέρα μετά την εκτέλεση των έξι και παρά το γεγονός ότι ή κατηγορία εναντίον του πρίγκιπα Ανδρέα αποδείχτηκε πλήρως κατά τη διαδικασία, που ολοκληρώθηκε αυθημερόν και έκρινε ένοχο τον πρίγκιπα Ανδρέα, παμψηφεί, το στρατοδικείο, μετά από προσωπική παρέμβαση του Πάγκαλου, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό «της τελείας απειρίας περί την διοίκησιν ανωτέρων μονάδων» και τον καταδίκασε στις 20 Νοεμβρίου /3 Δεκεμβρίου στην ποινή της ισόβιας υπερορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών.

Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί και έκτακτη οικονομική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, εάν η δίκη είχε θετική εξέλιξη για τον πρίγκηπα Ανδρέα, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Αγγλίδα πριγκίπισσα Αλίκη.

Μια μέρα αργότερα ο πρίγκιπας, συνοδευόμενος από τον πλοίαρχο Τάλμποτ, αναχώρησε από το Φάληρο με το αγγλικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ». Το πλοίο σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει την οικογένειά του (γιος του πρίγκιπα Ανδρέα είναι ο μετέπειτα σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ, Φίλιππος) και μετά κατευθύνθηκε στην Ιταλία. Ακολούθως μετέβη στο Μόντε Κάρλο, όπου απολάμβανε και της προστασίας των Άγγλων, όπως ακριβώς λέγεται ότι τελούσε και ο άλλοτε Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος είχε καταφύγει κι αυτός στην Γαλλία.

Στο βιβλίο που έγραψε «Δορύλαιον-Σαγγάριος», ο πρίγκιπας Ανδρέας παρατηρούσε ότι:
«Γενικώς υπάρχει τελεία άγνοια εν Ελλάδι περί ουσιωδών της κατά το θέρος 1921 εκστρατείας, αποδοτέα εις δύο τινά, πρώτον εις τον περί τα πολεμικά γεγονότα κάματον της κοινής γνώμης και δεύτερον εις την δραστηρίαν προσπάθειαν των επαναστατικών κύκλων προς συγκάλυψιν και διαστρέβλωσιν των γεγονότων…».
 
Σ’ άλλο σημείο ανέφερε:
«Οι πολιτικοί παράγοντες της εποχής εκείνης δεν υπάρχουν πλέον – Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Θεοτόκης – θα ήμην δε ευτυχής εάν λόγοι ιδικοί μου ηδύναντο να ρίψωσι πλειότερον φως και μεγαλειτέραν δικαιοσύνην εις το έργον των. Λάθη βεβαίως εγένοντο, και πολλά και μεγάλα. Ποίος όμως εξ ημών αναμάρτητος; Κακή πρόθεσις εκ μέρους αυτών δεν υπήρχεν. Έπεσαν θύματα της ιδίας ευπιστίας και καλής πίστεως, θύματα της διαιρέσεως των Ελλήνων, ην βεβαίως δεν προκάλεσαν αυτοί…».
 
Άρθρο του Γεωργίου Βλάχου στην «Καθημερινή» – Πρόταση ανέγερσης ναού στην μνήμη των «Έξι»
Ύστερα από 12 χρόνια, στις 18 Νοεμβρίου 1934, επέτειο της εκτελέσεως των «Έξι», ο Γεώργιος Βλάχος έγραψε ένα άρθρο στην «Καθημερινή», αφιερωμένο στη μνήμη των πολιτικών και του αρχιστρατήγου, που είχαν τόσο τραγικό τέλος:

«Θέλομεν να κτισθή μία μικρά, πολύ μικρά Βυζαντινή εκκλησία, εκεί, εις την έρημον χαράδραν, όπου έπεσαν οι πέντε πολιτευταί μας και ο Αρχιστράτηγος, θέλομεν γύρω από την εκκλησίαν αυτήν να σχηματισθή σιγά-σιγά ένα καταπράσινο, βαδύσκιον άλσος και να είναι όσω το δυνατόν μεγαλύτερος ο χώρος του άλσους αυτού και να υψωθή γύρω του άλσους αυτού ένα ωραίον κιγκλίδωμα και να φέρη προς αυτό μία στενή οδός, εις την οποίαν από τώρα να φυτευθούν δεξιά και αριστερά κυπαρίσσια. Ούτως ώστε μεθαύριον, όταν περάση καιρός και έλθη η ψυχρά ιστορία με τα κείμενά της και την Αλήθειαν να υψώση την μνήμην των εις μνήμην Μαρτύρων, όχι μιας παρατάξεως, αλλά μιας πατρίδος κοινής, να έχουν υψωθή και αυτά και να σχηματίζουν μιαν λεωφόρον πένθους και μετανοίας.
 
Θέλομεν να υπάρξη τρόπος ούτως ώστε εις την μετόπην της εκκλησίας αυτής, εκεί υπό τον Σταυρόν, να γραφή εις ολίγας λέξεις η ιστορία των: Πώς προσεπάθησαν εντολή του Λαού να φέρουν εις πέρας μίαν τραγικήν εκστρατείαν, πώς η εκστρατεία αυτή εν τη συλλήψει της ατυχής κατέστη, έργω των συλλαβόντων αυτήν, δυσχερεστέρα και πώς, οταν η εκστρατεία απέτυχεν, αυτοί οι οποίοι ήσαν οι αίτιοι της αποτυχίας, ραδιουργούντες εις τα μετόπισθεν και εις το Μέτωπον φεύγοντες, συνήλθον εις Επαναστατικόν Δικαστηρίων -σύλλογον υποκριτών αιμοβόρων-, το οποίον είχε λάβει την απόφασιν του θανάτου των πριν δικάση.

Θέλομεν εκεί, όπου έπεσε διάτρητος από σφαίρας ελληνικάς ο Δημήτριος Γούναρης, ο χριστότερος, ο αγαθώτερος, ο περισσότερον πατριώτης και ο σοφώτερος Έλλην πολιτικός, εκεί όπου εσκορπίσθη γηράσας εν τη υπηρεσία του Έθνους ο νους του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, εκεί όπου εσωριάσθη νέος, πλήρης νου, ευφυίας και σφρίγους ο Νικόλαος Στράτος, εκεί όπου έπεσαν ο ευγενέστατος των Ελλήνων Γεώργιος Μπαλτατζής και ο τιμιότατος πατριώτης Νικόλαος Θεοτόκης νεκροί τους οποίους συνώδευσεν όρθιος, ευθυτινής και γενναίος ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, να κτισθή από πολύτιμα μάρμαρα Ναΐσκος, μικρός, δια να ημπορούν να γονυπετούν και μεταμελούνται οι απομένοντες αντιπρόσωποι της σημερινής κατηραμένης γενεάς των Ελλήνων. Δια να ενθυμούνται μεθαύριον οι επιγενόμενοι.

Θέλομεν να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων η εκκλησία. Κτήμα της ευλαβείας των μεν, της μετανοίας των άλλων. Να είναι ελεύθερος ν’ ανοίξει την θύραν της και να μείνη μόνος ο συγγενής των Νεκρών και ο Δολοφόνος των. Διότι αυτός, ο τελευταίος, θα το ζήτηση, θα έλθη ημέρα κατά την οποίαν αργά, με του ηλίου την δύσιν θα περάση τον δρόμον των κυπαρίσσων ο Δολοφόνος, δια να ζητήση από τον Θεόν και τας Σκιάς των συγγνώμην δια το απαίσιον, το τρομακτικόν, το ανήκουστον έγκλημά του.

Και θέλομεν -προ παντός- να μη θεωρηθή ούτε υπόθεσις, ούτε πρωτοβουλία, ούτε εύρημα της εφημερίδος ή της στήλης αυτής η ιδέα. Η ιδέα ήτο κοινή. Δεξιά, αριστερά, παντού ελέγετο: Να κτισθή εις τον τόπον όπου έπεσαν εκκλησία. Επιστολαί και χρήματα εστέλλοντο άλλα προς ημάς, άλλα προς άλλους. Συνέβη να γράψωμεν πρώτοι, δι’ αυτό όμως θα είναι άδικον να τιμωρηθή και εξ οικείων η Μνήμη των. Εκτός ημών, τόσαι άλλοι εφημερίδες ζουν εις τον ίδιον κόσμον και αγωνίζονται μαζί μας αγώνα κοινόν. Πρέπει να δώσουν και αυτοί από τον πολύν των χώρον ολίγον ης την ιδέαν, η οποία -το τονίζομεν και πάλιν- δεν είναι ιδική μας. Είναι και ιδική των, όπως είναι παντός ανθρώπου ζήσαντος μαζί μας τας τραγικάς ώρας του 1922. Πρέπη να κτισθή εκκλησία και, αν είναι δυνατόν, εις τας 28 Νοεμβρίου, μετά το Μνημόσυνον, να τεθή ο θεμέλιος λίθος της. Την ημέραν εκείνην δεν είναι δια κανένα μας δύσκολον να πωληθούν αι εφημερίδες μας εις τας Αθήνας υπέρ του Σκοπού και προστεθή το προϊόν της πωλήσεως των εις πανελληνίους εράνους. Πρέπει να κτισθή εκκλησία; Είναι εντροπή μας να έχωμεν στήσει εις την θέσιν όπου έπεσαν, μόνον την Εξουσίαν».

Επίλογος

Η δίκη των έξι χαρακτηρίστηκε από τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση. Ο ιστορικός Τ. Βουρνάς θεωρεί ότι η κατηγορία της ενσυνείδητης προδοσίας δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (βλ. παραπάνω) μετέπειτα συμφώνησε στο ότι δεν δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε ότι υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας φέρεται να μετάνιωσε αργότερα σύμφωνα με μαρτυρία φίλου του. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλη χαρακτήρισε την δίκη των έξι αληθινή φάρσα ενώ ο Ολλανδός ομόλογός του ένα είδος θεατρικής παράστασης. Ο ιστορικός Θάνος Βερέμης υποστηρίζει στο έργο του Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική ότι η δίκη των έξι εντασσόταν στις προσπάθειες των στρατιωτικών κύκλων να μετακυλίσουν αλλού τις ευθύνες της καταστροφής ενώ ο Γεώργιος Ζορμπάς, επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης Βρώμικου Χρήματος αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο της δίκης είπε: «Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων»

Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων, ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδή κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως. Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων. Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (3 προς 2) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή.  Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αθώους τους καταδικασθέντες, κάνοντας δεκτή την αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη.

Σημειώσεις

 Το στρατοδικείο σύμφωνα με το διάταγμα υπαγόταν στο υπουργείο Στρατιωτικών. Ο τότε υπουργός Αναστάσιος Χαραλάμπης παρέδωσε έναν κατάλογο με αξιωματικούς που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στα μέλη του στρατοδικείου. Η επαναστατική επιτροπή όμως αγνοώντας τον Χαραλάμπη απλώς του γνωστοποίησε την απόφασή της, προκαλώντας βέβαια την αντίδρασή του. Γι' αυτό το λόγο με τροποποιητικό διάταγμα την ευθύνη της συγκρότησης του στρατοδικείου την ανέλαβε η ίδια η επαναστατική επιτροπή.















Δεν υπάρχουν σχόλια: