Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Στα έξι του χρόνια, γνωρίζει τη ζωή της προσφυγιάς, εξαιτίας της επανάστασης του 1889, οπότε η οικογένειά του καταφεύγει στον Πειραιά για έξι μήνες.
Πίσω στο Ηράκλειο, ο Νίκος φοιτά στο δημοτικό σχολείο, όμως η κανονικότητα της παιδικής του ζωής διακόπτεται και πάλι το 1897. Με την έκρηξη της τελευταίας κρητικής επανάστασης, η οικογένεια Καζαντζάκη εγκαθίσταται στη Νάξο, όπου παραμένει για δύο περίπου χρόνια. Ο Νίκος ξεκινά τις γυμνασιακές του σπουδές στη γαλλική Εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, την οποία διοικούσαν φραγκισκανοί μοναχοί. Μαθαίνει γαλλικά και ιταλικά και αρχίζει να γνωρίζει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κυρίως όμως έρχεται σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό.
Το 1899, μετά την αποκατάσταση της ειρήνης, η οικογένεια επιστρέφει οριστικά στο Ηράκλειο, όπου ο Νίκος περατώνει τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1902.
Το φθινόπωρο του 1902, ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή. Το Δεκέμβριο του 1905, παίρνει με άριστα το δίπλωμα του διδάκτορος της Νομικής. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στα γράμματα με το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και κρίνο. Για ένα διάστημα εγκαθίσταται στην Αθήνα και συνεργάζεται ως χρονογράφος στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Τον Οκτώβριο του 1907, φεύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, ενώ συγχρόνως παρακολουθεί τις παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν στο Collège de France. Την ίδια εποχή εξοικειώνεται με τη φιλοσοφία του Νίτσε και εκπονεί τη διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας, την οποία ολοκληρώνει το 1909. Παράλληλα, ασχολείται και με τις λογοτεχνικές του συγγραφές.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, περιηγείται για ένα περίπου μήνα τη Φλωρεντία και τη Ρώμη και διαμένει για λίγο στο Ηράκλειο. Σύντομα, όμως αποφασίζει να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα.
Ενώ η ελληνική πραγματικότητα γνωρίζει μια δυναμική αναβίωση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων, ο Καζαντζάκης, προσπαθεί να οργανώσει τη ζωή του κατά τα συνηθισμένα πρότυπα. Από τον Απρίλιο του 1910, εγκαθίσταται στην Αθήνα και λίγο αργότερα ξεκινά η συμβίωσή του με τη Γαλάτεια, με την οποία θα στεφανωθεί ενάμισυ χρόνο αργότερα.
Το πρόβλημα του βιοπορισμού παραμένει έντονο. Ο συγγραφέας δεν αποδέχεται το διορισμό του στη θέση του γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας και προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα εισόδημα ως μεταφραστής ή επιδίδεται σε ποικίλες επιχειρήσεις. Στους Βαλκανικούς πολέμους, κατατάσσεται ως εθελοντής και υπηρετεί στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου.
Η γνωριμία του με τον Σικελιανό το 1914, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο πνευματικών αναζητήσεων. Οι δύο φίλοι μελετούν μαζί και περιηγούνται την Ελλάδα. Από το φθινόπωρο του 1917 μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, ο Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Ελβετία. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, διορίζεται γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως και εργάζεται για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου.
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 εσήμανε το τέλος της υπηρεσίας του Καζαντζάκη στο Υπουργείο Περιθάλψεως. Απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις και από τη δολοφονία του φίλου του Ίωνα Δραγούμη, ο συγγραφέας πηγαίνει για ένα μήνα στη Γερμανία (Ιανουάριος 1921).
Επιστρέφοντας, απομονώνεται στην Κηφισιά μαζί με τον φίλο του Κ. Σφακιανάκη και δουλεύει την τραγωδία Χριστός. Στη συνέχεια, ταξιδεύει στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, και όταν εξασφαλίζει συνεργασία με τον εκδότη Δ. Δημητράκο, φεύγει για τη Βιέννη. Παραμένει εκεί το καλοκαίρι, αφοσιωμένος στη συγγραφή. Η παράξενη δερματοπάθεια που εμφανίζεται στο πρόσωπό του, την οποία ο γιατρός Στέκελ (Stekel) χαρακτήρισε ως «masque de sexualité» [=μάσκα της σεξουαλικότητας], γίνεται αφορμή για να μελετήσει τις θεωρίες του Φρόυντ.
Από το φθινόπωρο του 1921, εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Δουλεύει την Ασκητική, παρακολουθεί το συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας, γνωρίζεται με τον «πύρινο κύκλο» της Ραχήλ Λιπστάιν και περνά στον αστερισμό του Λένιν. Το καλοκαίρι του 1923, περιηγείται τη Γερμανία και επισκέπτεται τη γενέτειρα του Νίτσε. Αρχές του 1924, ταξιδεύει στην Ιταλία και παραμένει στην Ασίζη μέχρι τον Απρίλιο.
Λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, τη γυναίκα που έμελλε να τον συντροφέψει στην υπόλοιπη ζωή του. Ωστόσο, δεν θα παραμείνει για πολύ στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του 1924, πηγαίνει στην Κρήτη και τον Αύγουστο παραθερίζει στο ερημικό ακρογιάλι του Λέντα μαζί με την Ελένη, μελετώντας Όμηρο, Γκαίτε και Αισχύλο.
Στο Ηράκλειο παραμένει έναν ολόκληρο χρόνο. Ξεκινά τη μεγαλόπνοη σύνθεση της Οδύσσειας και πιθανότατα συγγράφει το Συμπόσιον. Επιπλέον, σχεδιάζει, χωρίς επιτυχία, παράνομη πολιτική δράση, γεγονός που προκαλεί τη σύλληψη και την εικοσιτετράωρη κράτησή του στην Ασφάλεια Ηρακλείου.
Τον Ιούλιο του 1925, επιστρέφει για λίγο στην Αθήνα, αλλά δεν αργεί να φύγει ξανά για ένα ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου. Σ’ αυτό το ταξίδι, θα ανακαλύψει στην Αίγινα τον τόπο της μελλοντικής του εγκατάστασης.
Από τον Οκτώβριο του 1925, ξεκινά για τον Καζαντζάκη μια μεγάλη περίοδος ταξιδιών σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε ταξίδι του συλλέγει εικόνες, ιδέες και εμπειρίες, τις οποίες ενσωματώνει σε κάθε επόμενη επεξεργασία της Οδύσσειας.
Ως το 1933, επισκέπτεται, τρεις φορές τη Σοβιετική Ένωση και δύο την Ισπανία. Επίσης, ταξιδεύει στην Ιταλία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και το Σινά, ενώ διαμένει στο Γκόττεσγκαμπ της Τσεχοσλοβακίας για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τα ταξίδια και η εντατική εργασία θα τον βοηθήσουν να αντέξει το θάνατο των γονιών του (1932). Οι ρυθμοί του είναι πυρετώδεις: γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο, ποίηση, συνθέτει δραματικά έργα, μυθιστορήματα στα γαλλικά, συντάσσει εγκυκλοπαιδικά και γλωσσικά λεξικά και σχολικά βιβλία, αρθρογραφεί σε ελληνικές και ρωσικές εφημερίδες, μεταφράζει σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα αλλά και παιδικά αναγνώσματα.
Στο πρόσωπο του ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι θα πιστέψει ότι βρήκε έναν ακόμη πνευματικό σύντροφο, με τον οποίο θα σχεδιάσει κοινή πολιτική και συγγραφική δράση. Τέλος, η γνωριμία του με τον Πρεβελάκη θα του χαρίσει έναν πιστό φίλο κι έναν αφοσιωμένο μαθητή.
Επιστρέφοντας από την Ευρώπη τον Απρίλιο του 1933, ο Καζαντζάκης πηγαίνει στην Αίγινα, τον τόπο που είχε ήδη διαλέξει για μόνιμη εγκατάσταση. Εξακολουθεί να δουλεύει την Οδύσσεια και συγχρόνως συνθέτει τα κάντα για τις Τερτσίνες του, μεταφράζει Δάντη, Κοκτώ, Χάουπτμαν, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Γκαίτε και γράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα στα γαλλικά.
Το 1936 ξεκινά να χτίζει το δικό του σπίτι στο νησί και ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται με την Ελένη, πριν ακόμη τελειώσουν οι εργασίες. Από την Αίγινα φεύγει σπάνια, για να ταξιδέψει (Ιαπωνία-Κίνα, Ισπανία, Αγγλία) ή για να επιβλέψει την έκδοση της Οδύσσειας (1938).
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καζαντζάκης παραμένει κυρίως στην Αίγινα, απομονωμένος, και στρέφεται προς τη σύνθεση μυθιστορημάτων. Το 1942, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου συναντά το Σικελιανό μετά από είκοσι χρόνια, και ζητά από τον ομηριστή καθηγητή Ι.Θ. Κακριδή βιβλιογραφικά βοηθήματα για να μεταφράσει την Ιλιάδα.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, επιστρέφει στην πρωτεύουσα, που συγκλονίζεται από τις εμφύλιες συγκρούσεις, και αναπτύσσει πολιτική δράση. Υποβάλλει υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους, και εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το καλοκαίρι του 1945 περιοδεύει στην Κρήτη ως μέλος της κυβερνητικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Γερμανικών Ωμοτήτων. Το Νοέμβριο του 1945, στεφανώνεται την Ελένη Σαμίου και διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά τρεις μήνες αργότερα παραιτείται.
Αρχές του 1946, παρακολουθεί την παράσταση του έργου του Καποδίστριας στο Βασιλικό Θέατρο και το Μάιο προτείνεται ως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό.
Το καλοκαίρι του 1946 ο Καζαντζάκης αναχωρεί για την Ευρώπη, οριστικά, όπως αποδεικνύεται. Διαμένει για ένα διάστημα στην Αγγλία, προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου, και στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι και διορίζεται φιλολογικός σύμβουλος στην UNESCO.
Το Μάρτιο του 1948, παραιτείται και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αντίμπ της γαλλικής Kυανής Aκτής. Η τελευταία δεκαετία της ζωής του είναι εξίσου δημιουργική και έντονη. Έχοντας κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση, γράφει μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, μεταφράζει, ταξιδεύει.
Από το 1951, η υγεία του ολοένα κλονίζεται. Χάνει το δεξί του μάτι, ενώ κατά καιρούς εισάγεται στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ για τη θεραπεία της καλοήθους λεμφοειδούς λευχαιμίας που τον ταλαιπωρεί.
Παρ’ όλα αυτά, ξεκινά να συνεργάζεται με τον Κίμωνα Φράιερ, για τη μετάφραση στης Οδύσσειάς του στα αγγλικά. Το έργο του όμως προκαλεί αντιδράσεις από εκκλησιαστικούς κύκλους, που ζητούν τη δίωξή του.
Τον Ιούνιο του 1957, ο Καζαντζάκης αφήνει την Αντίμπ και ξεκινά μαζί με την Ελένη και το ζεύγος Ευελπίδη για την Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Μετά από ένα περίπου μήνα περιήγησης στη χώρα, φτάνουν αεροπορικώς στην Καντόν, και ετοιμάζουν την επιστροφή τους μέσω Ιαπωνίας.
Ο Καζαντζάκης εμβολιάζεται για ευλογιά και χολέρα, αλλά παθαίνει μόλυνση και νοσηλεύεται στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Καθώς επιδεινώνεται η κατάσταση του, μεταφέρεται στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ. Παρ’ όλο που ξεπερνά τη μόλυνση, προσβάλλεται από ασιατική γρίπη και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ.
Η σορός του μεταφέρεται οδικώς από το Φράιμπουργκ στην Αθήνα και αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στον Άγιο Μηνά. Η κηδεία του γίνεται στις 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο από κόσμο Ηράκλειο. Ενταφιάζεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο.
Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλε ένας ιερέας, που συνόδεψε τον νεκρό, ήταν όμως παρόντες ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος και δεκαπέντε ακόμη ιερείς. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα βρίσκονταν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου (ο υπουργός Παιδείας Αχ. Γεροκωστόπουλος, ως εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Κων. Μητσοτάκης), διανοούμενοι και καλλιτέχνες.
Η νεκρική πομπή διέσχισε τους κατάμεστους δρόμους της πόλης, όπου οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες. Επικεφαλής πορεύονταν σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη (με πρώτη την Οδύσσεια).
Ο νεκρός μεταφέρθηκε πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου (τιμή που επιφυλάσσεται σε όσους θάβονται με τιμές αρχηγού κράτους), όμως στον προμαχώνα Μαρτινέγκο τον ανέβασαν Κρητικοί.
Πηγή : kazantzakis-museum.gr
Πηγή : kazantzakis-museum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου