H λέξη «τζιπ» (jeep) είναι στις μέρες μας και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο για τους λαούς που κατανοούν την Αγγλική και όχι μόνο, συνώνυμο του αυτοκινήτου που κινείται εκτός δρόμου, που έχει ανεξάρτητη ανάρτηση και κίνηση στους τέσσερις τροχούς κ.ο.κ.. Το άκουσμά της, συνειρμικά μας φέρνει στο νου το πιο αντιπροσωπευτικό όχημα του είδους που είναι το αμερικανικό «Willys» - έτσι το αναφέρουν οι περισσότεροι σε ποσοστό σχεδόν 100% και θα προσθέσουν ότι είναι αυτό «με τη χαρακτηριστική μάσκα με τις κάθετες μπάρες και τα στρογγυλά φανάρια» , καθώς τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι τα πλέον αναγνωρίσιμα.
Η γενική εντύπωση είναι ότι jeep και Willys είναι «ένα και το αυτό» και πρόκειται για το πρώτο όχημα του είδους που κατασκευάστηκε ποτέ και γι’ αυτό δικαιωματικά έχει το συγκεκριμένο «τίτλο».
Τώρα, τι από όλα τα παραπάνω ισχύει και σε ποιο βαθμό, θα φανεί παρακάτω αλλά θα προηγηθεί με χρονολογική σειρά, το πως φτάσαμε σε αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα. Δηλαδή, ένα μικρό και ελαφρύ όχημα, να κατασκευαστεί σε περισσότερες απο 600.000 μονάδες, να αναφέρεται ως «το όχημα ήρωας που κέρδισε τον Β’ ΠΠ» και να θεωρείται πολύ δικαιολογημένα ως το αντίστοιχο του Ελβετικού στρατιωτικού σουγιά στα αυτοκίνητα. Ποιοι ήταν αλήθεια οι «αφανείς ήρωες» για να επιτευχθεί αυτή η θεωρούμενη από πολλούς ως «η μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της αυτοκίνησης» ή «το μεγαλύτερο επίτευγμα των ΗΠΑ στην εξέλιξη των σύγχρονων οπλικών συστημάτων» ?
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Όλα ξεκινούν πριν από το Β’ ΠΠ όταν ο Αμερικανικός στρατός αναζητούσε κάποιο μικρό όχημα μεταφοράς για τους φαντάρους του, τόσο για να μεταπηδήσει ριζικά από τα παραδοσιακά άλογα στη μηχανοκίνηση, κυρίως όμως για να φτάσει τις εντυπωσιακές ικανότητες του Γερμανικού στρατού που με τις μηχανοκίνητες μονάδες του σάρωνε εκείνη την εποχή την Ευρώπη. Η σχετική έρευνα είχε ξεκινήσει μετά τον Α’ ΠΠ, σχεδόν από το 1920, αλλά δεν είχε υπάρξει αποτέλεσμα για πολλά χρόνια.
1939
Το 1939 όταν έγινε γνωστή αυτή η πρόθεση του Αμερικανικού στρατού για εσπευσμένη κάλυψη της σχετικής απαίτησης ή κατά άλλους με δική της πρωτοβουλία, για να βρει κάποιο στήριγμα λίγο πριν τη χρεοκοπία της, η εταιρεία American Bantam, παρουσίασε και παρέδωσε τρία πρωτότυπα οχήματα για δοκιμές στην Εθνοφυλακή (National Guard).
Το 1939 όταν έγινε γνωστή αυτή η πρόθεση του Αμερικανικού στρατού για εσπευσμένη κάλυψη της σχετικής απαίτησης ή κατά άλλους με δική της πρωτοβουλία, για να βρει κάποιο στήριγμα λίγο πριν τη χρεοκοπία της, η εταιρεία American Bantam, παρουσίασε και παρέδωσε τρία πρωτότυπα οχήματα για δοκιμές στην Εθνοφυλακή (National Guard).
Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα νέο τετράτροχο όχημα για στρατιωτική χρήση, βασισμένο στο πανέμορφο πολιτικό «κάμπριο» Roadster που κατασκεύαζε εκείνη την εποχή. Το όχημα αυτό φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει τις τρίκυκλες μοτοσυκλέτες με καλάθι για αναγνωριστικές αποστολές, αγγελιοφόρους κλπ. που χρησιμοποιούσε ο Αμερικανικός στρατός. Κάτι ανάλογο έκανε και η εταιρεία Willys-Overland φτιάχνοντας ένα δικό της πρωτότυπο, μικρό αναγνωριστικό και μεταφορικό όχημα παντός εδάφους.
1940
Στις αρχές του 1940 οι δοκιμές και οι έρευνες συνεχίζονταν και μεταξύ άλλων εξετάστηκε από τον Αμερικανικό στρατό ένα παράξενο τετράτροχο όχημα το “Howie Bellyflopper” στο οποίο – όπως λέει και το όνομα του – είχε οδηγό και συνοδηγό .... ξαπλωμένους με την κοιλιά σε αυτό για εξασφάλιση ίσως χαμηλού προφίλ και ευστάθειας. Γρήγορα εγκαταλείφθηκε διότι αν μη τι άλλο, ήταν άβολο.
Στις αρχές του 1940 οι δοκιμές και οι έρευνες συνεχίζονταν και μεταξύ άλλων εξετάστηκε από τον Αμερικανικό στρατό ένα παράξενο τετράτροχο όχημα το “Howie Bellyflopper” στο οποίο – όπως λέει και το όνομα του – είχε οδηγό και συνοδηγό .... ξαπλωμένους με την κοιλιά σε αυτό για εξασφάλιση ίσως χαμηλού προφίλ και ευστάθειας. Γρήγορα εγκαταλείφθηκε διότι αν μη τι άλλο, ήταν άβολο.
Τον Ιούνιο του 1940, η εταιρεία Bantam παρουσίασε ένα δεύτερο πρωτότυπο όχημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από τον Αμερικανικό στρατό αλλά ήταν η αφορμή να καθοριστούν - στις 11 Ιουλίου 1940, ενώ ο πόλεμος στην Ευρώπη μαινόταν - από μια επιτροπή του Γενικού Επιτελείου (Army’s Ordnance Technical Committee), οι προδιαγραφές του νέου οχήματος οι οποίες μοιράστηκαν σε 135 αμερικανικές εταιρείες που ασχολούνταν με την κατασκευή οχημάτων.
Πλέον των προδιαγραφών του οχήματος, η επιτροπή ζητούσε από τους ενδιαφερόμενους, όχι απλά προσφορές σε σχέδια αλλά την παράδοση ενός ολοκληρωμένου πρωτότυπου οχήματος εντός 49 ημερών (!) και την παράδοση εβδομήντα συνολικά οχημάτων για δοκιμές, εντός 75 ημερών (!!). Όλα αυτά, εντός του προϋπολογισμού των 175.000 δολαρίων.
Τόσο αυτές οι ίδιες οι προδιαγραφές που σε κάποια σημεία ήταν πολύ «τραβηγμένες» (έως εξωπραγματικές, μάλλον εξαιτίας της ασχετοσύνης λόγω απειρίας της επιτροπής) σε θέματα βάρους κλπ. όσο και οι πολύ μικρές προθεσμίες που προαναφέρθηκαν, περιόρισαν τις συμμετοχές σε μόλις δυο εταιρείες (και μια τρίτη λίγο αργότερα) ενώ ήταν χαρακτηριστική η ...αποχή τρανταχτών ονομάτων του χώρου όπως η Dodge και η GMC.
Η εταιρεία Bantam έκανε τελικά την «καλύτερη» προσφορά. Προσέξτε τις ημερομηνίες: στις 11 Ιουλίου 1940 έγινε δημοσίευση του αιτήματος, στις 22 Ιουλίου 1940 η κατάθεση των γραπτών προσφορών των εταιρειών μαζί με τα σχέδια αυτών (!) και στις 23 Σεπτεμβρίου 1940 η παράδοση ενός ολοκληρωμένου πρωτότυπου. Μάλιστα, για να κάνει την ιστορία πιο απίστευτη, η Bantam, ολοκλήρωσε το πρωτότυπο της στις 21 Σεπτεμβρίου 1940 και πρόλαβε να το δοκιμάσει στο δρόμο (test drive !) για δυο μέρες διανύοντας αρκετά χιλιόμετρα.
Κατάφερε λοιπόν κόντρα σε κάθε λογική, να «πιάσει» τις προθεσμίες και να παραδώσει το κυριολεκτικά χειροποίητο πρωτότυπό της εντός 49 ημερών και τα υπόλοιπα στις 75 ημέρες που προέβλεπε ο διαγωνισμός (σε λιγότερο από ένα μήνα αργότερα). Ακολούθησε η Willys-Overland οι οποία όμως καθυστερούσε τις παραδόσεις (ανέφερε 75 ημέρες για το πρώτο όχημα και 120 μέρες για τα υπόλοιπα) και παρόλο που κατέθεσε τη φθηνότερη προσφορά, το πρόγραμμα τελικά ανατέθηκε στην Bantam. Το γεγονός ότι το πρωτότυπο της βάρους 840 κιλών ξεπερνούσε το όριο των 590 κιλών των προδιαγραφών, πέρασε …στα ψιλά.
Το πρωτότυπο που παρέδωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 1940 η Bantam, είχε την ονομασία Blitz Buggy (αναφέρεται και ως Bantam Pilot Model), έμοιαζε πολύ με το Jeep που ξέρουμε (ανοικτό, με κίνηση στους τέσσερις τροχούς, «στρογγυλεμένο» κόψιμο στις πόρτες, ανακλινώμενο παρμπρίζ, σταθερό μπροστινό προφυλακτήρα) αλλά και αρκετές διαφορές («φουσκωτά» μπροστινά φτερά σαν του Bantam Roadster, στρογγυλεμένη μάσκα με ξεχωριστά φανάρια κλπ.). Παρόμοια εμφανισιακά ήταν και τα πρωτότυπα των άλλων εταιρειών, το Willys Quad και το Ford Pygmy τα οποία έμειναν όμως εκτός διαγωνισμού, τουλάχιστον σε εκείνη τη φάση.
Οι δοκιμές του οχήματος της Bantam στο κέντρο δοκιμών Camp Holabird, άρχισαν με την παρουσία όχι μόνο των αξιωματούχων της επιτροπής του Αμερικανικού στρατού αλλά και εκπροσώπων της ανταγωνίστριας Willys-Overland και της Ford που είχαν θέσει ενστάσεις ως προς την πληρότητα ή την ορθότητα της προσφοράς της Bantam. Μάλιστα ήταν τόσο σίγουρες για την αποτυχία της Bantam ή την δικαίωση των ενστάσεων τους, που παράλληλα συνέχισαν την κατασκευή και βελτίωση των δικών τους πρωτοτύπων. Το γεγονός ότι εκείνα τα οχήματα έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους - κυρίως με το πρωτότυπο της Bantam που προηγήθηκε όλων - οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αμερικανικός στρατός είτε με δόλο είτε για να έχει καλύτερο και σίγουρο αποτέλεσμα ...μοίρασε τα σχέδια της Bantam σε κάθε ενδιαφερόμενο (!).
Οι δοκιμές στο Camp Holabird, άρχισαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 και κράτησαν έως τις 16 Οκτωβρίου 1940. Τελικά, όταν το όχημα της Bantam , μετά από 5000 χλμ. δοκιμών στο χώμα, «αποδείχτηκε δυνατό και σύμφωνο με τις τεθείσες προδιαγραφές» όπως έλεγε το λιτό πόρισμα της επιτροπής («The vehicle had a good power output and met the requirements of the service» ανέφερε η ανακοίνωση), δόθηκε η έγκριση για την αρχική αποδοχή του και τη συνέχιση των δοκιμών.
Αφού βελτιώθηκε σε κάποια σημεία που εντοπίστηκαν αδυναμίες ή ατέλειες, έλαβε τη μορφή BRC-60 (αναφέρεται και ως Bantam Mark II, όπου BRC σημαίνει Bantam Recconnaisance Car) και συνεχίστηκε η κατασκευή των υπολοίπων μονάδων της πρώτης παρτίδας, η οποία ολοκληρώθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1940. Οκτώ από εκείνα τα οχήματα εφοδιάστηκαν μάλιστα με σύστημα τετραδιεύθυνσης για επιπλέον δοκιμές.
Στο μεταξύ γίνονταν διάφορες παρασκηνιακές διαδικασίες προκειμένου να μπουν στο πρόγραμμα για τα οχήματα του Αμερικανικού στρατού και οι άλλες δυο ενδιαφερόμενες εταιρείες, οι οποίες «δανειζόμενες» ιδέες από το Bantam, βελτίωναν τα δικά τους πρωτότυπα.
Επισημναίνουμε ότι το πρώτο όχημα παραγωγής ήταν στις 11 Νοεμβρίου 1940.
1941
Τελικά, με μια διαδικασία που ακόμη δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί παρά τα 70 σχεδόν χρόνια που πέρασαν απο τότε, το Μάρτιο του 1941 ελήφθη μια «πολιτική απόφαση» και ο Αμερικανικός στρατός αφού «ξεχείλωσε» λίγο τις αρχικές προδιαγραφές (για να «χωρέσουν όλοι» όπως θα λέγαμε στις μέρες μας !), ζήτησε και από τις τρεις πια διαγωνιζόμενες εταιρείες να παραδώσουν το ταχύτερο δυνατό 1500 οχήματα η καθεμία από τα δικά τους «πρωτότυπα» όπως είχαν τροποποιηθεί για να ικανοποιήσουν τις προδιαγραφές. Αυτά τα οχήματα ήταν το BRC-40 της Bantam, το Willys MA της Willys-Overland και το Ford GP της Ford. H δικαιολογία ήταν ότι το πρόγραμμα δεν έπρεπε να καταλήξει σε «μοναδικό προμηθευτή» (σήμερα το λένε «sole source» εαν σας θυμίζει κάτι).
Τελικά, με μια διαδικασία που ακόμη δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί παρά τα 70 σχεδόν χρόνια που πέρασαν απο τότε, το Μάρτιο του 1941 ελήφθη μια «πολιτική απόφαση» και ο Αμερικανικός στρατός αφού «ξεχείλωσε» λίγο τις αρχικές προδιαγραφές (για να «χωρέσουν όλοι» όπως θα λέγαμε στις μέρες μας !), ζήτησε και από τις τρεις πια διαγωνιζόμενες εταιρείες να παραδώσουν το ταχύτερο δυνατό 1500 οχήματα η καθεμία από τα δικά τους «πρωτότυπα» όπως είχαν τροποποιηθεί για να ικανοποιήσουν τις προδιαγραφές. Αυτά τα οχήματα ήταν το BRC-40 της Bantam, το Willys MA της Willys-Overland και το Ford GP της Ford. H δικαιολογία ήταν ότι το πρόγραμμα δεν έπρεπε να καταλήξει σε «μοναδικό προμηθευτή» (σήμερα το λένε «sole source» εαν σας θυμίζει κάτι).
Οι παραδόσεις τους για δοκιμή στον Αμερικανικό στρατό άρχισαν τον Ιούνιο του 1941. Οι καταγραφές της εποχής και τα σχόλια της επιτροπής από την αξιολόγηση των οχημάτων, αναφέρουν ότι κανένα δεν ικανοποιούσε πλήρως τις προδιαγραφές ούτε ήταν σαφώς καλύτερο των ανταγωνιστών του. Πχ. το Bantam ήταν ελαφρύ και οικονομικό στην κατανάλωση καυσίμου αλλά ήταν πολύ ψηλό (άρα ασταθές) και αδύναμο σε κινητήρα. Το Willys ήταν υπερβολικά βαρύ αλλά διέθετε αναμφισβήτητα τον πιο ισχυρό κινητήρα (τον περίφημο Go-Devil, που απέδιδε την τρομερή για την εποχή ιπποδύναμη των 60Hp). Τέλος το Ford διέθετε το καλύτερο σύστημα διεύθυνσης αλλά ήταν υπερβολικά αδύναμο. Το κόστος ανά μονάδα στα πλαίσια του διαγωνισμού είχε διαμορφωθεί στα 1.166, 739 και 925 δολάρια αντίστοιχα.
Με ταχείες αλλά αμφιβόλου διαφάνειας διαδικασίες που ακόμη αμφισβητούνται από τους «ιστορικούς» των στρατιωτικών οχημάτων για τη λογική τους, το πρόγραμμα τελικά κερδίζει η Willys-Overland με την υποχρέωση να παραδόσει 16.000 οχήματα το ταχύτερο δυνατό στον Αμερικανικό στρατό. Το συμβόλαιο ανέφερε μάλιστα την παραγωγή 125 οχημάτων την ημέρα.
H δικαιολογία για τον αποκλεισμό της Bantam που είχε κερδίσει τον αρχικό διαγωνισμό και την επικράτηση της Willys-Overland, η οποία αμφισβητήθηκε πολύ, ήταν ότι η «μικρή» Bantam δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην τεράστια παραγωγή που απαιτούσε ο Αμερικανικός στρατός για τον Β’ΠΠ ενώ παράλληλα τονιζόταν το σημαντικό πλεονέκτημα το πολύ ισχυρότερου των άλλων, κινητήρα “Go-Devil” του Willys. Η πρόταση της Ford σε εκείνη τη φάση θεωρήθηκε ικανοποιητική αλλά ακριβή έναντι των 739 δολαρίων του Willys και δεν εγκρίθηκε (προς στιγμήν όμως).
Έκτοτε η Bantam δεν κατασκεύασε άλλα αυτοκίνητα. Συνέχισε μόνο με την παραγωγή των περίφημων ομώνυμων τρέιλερ και άλλων στρατιωτικών υλικών. Για τους λόγους του αποκλεισμού της έγινε πολύ λόγος. Το επιχείρημα του αδύναμου κινητήρα ευσταθούσε αλλά δεν εξετάστηκε καν το ενδεχόμενο αντικατάστασής του. Οσο για το εάν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του πολέμου, αυτό μάλλον δεν ίσχυε διότι με αφορμή την αρχική «παραγγελία» των BRC-40, είχε ενισχύσει τη γραμμή παραγωγής της ώστε να παραδίδει 250 οχήματα, σε κάθε οκτάωρη βάρδια ! με εκτίμηση ακόμη και για 300 οχήματα στο μάξιμουμ (ανά ημέρα) !!!
Η Ford πάντως, συνέχισε τις πιέσεις της να «μπει στο παιχνίδι» και τα κατάφερε στις 10 Νοεμβρίου του 1941, όταν ολοκλήρωνε την παραγωγή των 1500 Ford GP της πρώτης παραγγελίας. Τότε ανέλαβε ένα – κατά πολλούς χαριστικό – συμβόλαιο για την κατασκευή στα εργοστάσια της του οχήματος της Willys, με την ονομασία Ford GPW (G=government product, P=το μήκος του ημιαξονιου του 80εκατ. και W=Willys). Η δικαιολογία ήταν ότι η Willys δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει μόνη της στις πολύ αυξημένες ανάγκες του Αμερικανικού στρατού – γιατί άραγε δεν ζητήθηκε η συνδρομή της Bantam ? – ενώ έπρεπε να υπάρχει και ένα εναλλακτικό εργοστάσιο κατασκευής των οχημάτων για την περίπτωση του σαμποτάζ. Στη διάρκεια του πολέμου το Jeep κατασκευαζόταν σε πολλά εργοστάσια ακόμη και εκτός ΗΠΑ (στη Μ. Βρετανία), με ρυθμό ένα όχημα ανα τρία λεπτά (!).
1942-1945
Το όχημα που τελικά έθεσε σε παραγωγή η Willys-Overland το οποίο στη διάρκεια του Β’ΠΠ πολέμησε σε κάθε μέτωπο και με οιεσδήποτε συνθήκες, καθιερώθηκε με την ονομασία «Jeep». Επισήμως έφερε την ονομασία Willys MB και κατασκευάστηκε συνολικά σε 613.427 αντίτυπα. Εξ’ αυτών, τα 335.531 Willys MB κατασκευάστηκαν από την ίδια τη Willys-Overland και τα υπόλοιπα 277.896 «αντίγραφα» τους κατασκευάστηκαν κατόπιν άδειας από την Ford με την ονομασία Ford GPW όπως προαναφέρθηκε. Η Ford επίσης, από το 1942 έως το 1943 κατασκεύασε και την αμφίβια έκδοση Ford GPA που παραχωρήθηκε και στους Σοβιετικούς.
Το όχημα που τελικά έθεσε σε παραγωγή η Willys-Overland το οποίο στη διάρκεια του Β’ΠΠ πολέμησε σε κάθε μέτωπο και με οιεσδήποτε συνθήκες, καθιερώθηκε με την ονομασία «Jeep». Επισήμως έφερε την ονομασία Willys MB και κατασκευάστηκε συνολικά σε 613.427 αντίτυπα. Εξ’ αυτών, τα 335.531 Willys MB κατασκευάστηκαν από την ίδια τη Willys-Overland και τα υπόλοιπα 277.896 «αντίγραφα» τους κατασκευάστηκαν κατόπιν άδειας από την Ford με την ονομασία Ford GPW όπως προαναφέρθηκε. Η Ford επίσης, από το 1942 έως το 1943 κατασκεύασε και την αμφίβια έκδοση Ford GPA που παραχωρήθηκε και στους Σοβιετικούς.
Τα δύο οχήματα – Willys MB και Ford GPW – ήταν σχεδόν απολύτως όμοια μεταξύ τους και διέφεραν σε κάποιες πολύ μικρές λεπτομέρειες. Η πλειονότητα των ανταλλακτικών τους ήταν κατασκευασμένη για να υπάρχει πλήρης εναλλαξιμότητα μεταξύ τους. Μόνο η Ford για λόγους πρεστίζ, μάρκαρε τα δικής της κατασκευής ανταλλακτικά με το γράμμα “F”.
Η «χαμένη» του αρχικού διαγωνισμού Bantam περιορίστηκε στην κατασκευή 2.675 συνολικά BRC-40 (το νούμερο αυτό ενδεχομένως να είναι 2.605 BRC-40 και 69 BRC-60 συν το πρωτότυπο Pilot = σύνολο 2.675) τα οποία τελικά μέσω του προγράμματος βοηθείας «Lend-Lease» κατέληξαν στο Σοβιετική Ένωση και στην Μ. Βρετανία.
Η ιστορία λέει ότι οι Σοβιετικοί πριν καταλήξουν σε αυτούς τα οχήματα της Bantam, ως «χαμένα» του διαγωνισμού του Αμερικανικού στρατού, τα είχαν επιλέξει από μόνοι τους έναντι των άλλων δυο υποψηφιοτήτων και μάλιστα επειδή τα θεωρούσαν καλύτερα από τα υπόλοιπα «Jeep» που παρέλαβαν, τα χρησιμοποίησαν στη συνέχεια ως επιτελικά οχήματα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα Jeep ήταν αυτά που χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί SAS και φυσικά ο Ελληνικός Ιερός Λόχος, οπλισμένα με πολλά πολυβόλα και φορτωμένα με πολλά εφόδια για μεγάλης διάρκειας επιχειρήσεις στην έρημο.
Μεταπολεμικά, το Willys MB κατασκευάστηκε κατόπιν άδειας απο κάποιες εταιρείες όπως η Γαλλική Hotchkiss ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν εταιρείες που φτιάχνουν ρέπλικες του ή μεμονωμένα ανταλλακτικά για συλλέκτες.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΛΛΑ ΜΑΛΛΟΝ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΓΝΩΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Πως φτάσαμε δηλαδή στη σημερινή τηλεοπτική διαφήμιση παγκόσμιας εμβέλειας με την ατάκα «το μόνο Jeep».
Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, το όνομα Jeep το χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως όλοι οι χρήστες – κυρίως αμερικανοί στρατιώτες – για τα τετρακίνητα οχήματα της κατηγορίας ¼ του τόνου («military trucks, ¼-ton, 4 X 4»).
Το όνομα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί απο που προέρχεται. Μια εκδοχή λέει ότι είναι παράφραση του GP («τζι-πι», «τζίπ») που υποδηλώνει «General Purpose» δηλαδή ότι το όχημα ήταν γενικής χρήσης, και το χρησιμοποιούσε γενικά ο Αμερικανικός στρατός.
Ο Αμερικανικός στρατός, πιθανόν χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο όρο απο πολύ παλαιότερα – σε επίπεδο μηχανικών του στρατού όχι επίσημα - και αναφερόταν σε κάθε είδους όχημα που δοκιμαζόταν για επιχειρησιακή χρήση.
Μια άλλη εκδοχή λέει ότι προέρχεται από το ομώνυμο κυνοειδές ζωάκι του γνωστού κόμικ-καρτούν Popeye (“Eugene the Jeep”) το οποίο είχε την ιδιότητα να πηγαίνει παντού αψηφώντας όλους τους νόμους της φυσικής. Επειδή τέτοια καλή εντύπωση είχαν δώσει τα οχήματα του συγκεκριμένου τύπου στους απλούς στρατιώτες, του κόλλησαν το όνομα αυτό..για πάντα.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι πρόκειται για παλιότερο όνομα που χρησιμοποιούσαν πολύ νωρίτερα του πολέμου, στην Οκλαχόμα, για τα οχήματα με τα γεωτρύπανα ή ότι αυτό ήταν το όνομα ενός δοκιμαστή οδηγού σε μια εταιρεία στη Μιννεάπολη.
Η πιο πιθανή εκδοχή πάντως είναι να το «βάφτισε» έτσι, ο πρώτος οδηγός του ονόματι Irving “Red” Hausman, σε μια επίδειξη που έγινε σε δημοσιογράφους στις 20 Φεβρουαρίου 1941, εμπνεόμενος από την ονομασία που είχαν δώσει στο όχημα, οι φαντάροι που το είχαν δεις στις δοκιμές στο Camp Holabird.
Αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο και έπειτα απο δικαστικούς αγώνες, η εταιρεία Willys-Overland Inc. κατοχύρωσε το «Jeep» ως εμπορικό όνομα («official trade name») σε αντικατάσταση του μέχρι τότε χρησιμοποιούμενου Willys ΜΒ. Επίσης κατοχύρωσε ως εμπορικό της σήμα, την περίφημη μάσκα του , με τα οκτώ «κάγκελα» και τα ενσωματωμένα φώτα.
Η εταιρεία άλλαξε το όνομα της το 1953 σε Willys Motors Inc.. Το 1963 η εταιρεία μετονομάζεται σε Kaiser Jeep Corp. και το 1970 σε Jeep Corp. αφού αγοράστηκε από την American Motors Corp. (AMC). H τελευταία το 1987 αγοράστηκε από την Chrysler η οποία ακόμη κατέχει τα δικαιώματα του ονόματος.
Πρακτικά, δηλαδή η εταιρεία που φτιάχνει τα σημερινά «Jeep» δεν έχει καμία σχέση με την πρώτη που κατασκεύαζε το «αυθεντικό» Jeep (τη Willys) και φυσικά τίποτα με αυτή που το σχεδίασε και κατασκεύασε το πρώτο (Bantam) !! Μόνο το όνομα έχει «αγοράσει» για να ξέρουμε και να καταλαβαίνουμε τι λέμε.
Η ΜΑΣΚΑ (ΤΟ ΣΗΜΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ)
Το πιο χαρακτηριστικό εξωτερικό γνώρισμα του «Willys Jeep» είναι αναμφισβήτητα η επίπεδη «καγκελωτή» μάσκα με τα ενσωματωμένα φώτα. Η συγκεκριμένη μάσκα αρχικά ήταν διαφορετική, ιδίως στα οχήματα της Willys και της Bantam, που ήταν καμπυλωτή (φουσκωτή προς τα εμπρός).
Η επίπεδη μάσκα τοποθετήθηκε πρώτα από τη Ford στο Pygmy και μετά υιοθετήθηκε από τις υπόλοιπες εταιρείες στα δικά τους οχήματα. Εκείνη η πρώτη επίπεδη μάσκα ήταν κολλητή, με 9 λεπτά μεταλλικά στελέχη (10 στο Bantam BRC-40), κολλημένα σε ορθογώνιο πλαίσιο και αναφερόταν ως “slat grille”.
Η γνωστή σε όλους επίπεδη «καγκελωτή» μάσκα με τα 8 μεταλλικά στελέχη, από πρεσσαριστό φύλλο μετάλλου που ήταν ελαφρύτερη και απλούστερη στην κατασκευή, είναι επινόηση της Ford !! . Η συγκεκριμένη μάσκα καθιερώθηκε το 1942, αφού προηγουμένως είχαν κατασκευαστεί 25.808 οχήματα με την κολλητή μάσκα.
Η μάσκα όμως δεν ήταν το μόνο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Willys που δεν ήταν της….. Willys. Τόσο τα ενσωματωμένα φώτα στη μάσκα όσο και επίπεδο και τετραγωνισμένο καπό του κινητήρα και τα κυρτά άγκιστρα στερέωσης του παρμπρίζ ήταν και αυτά σχεδίασης της Ford !!!
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ JEEP
Αυτό το καταπληκτικό όχημα, την ιστορία του οποίου διαβάσατε παραπάνω – δεν έχει επισήμως ένα σχεδιαστή !! Δηλαδή δεν υπάρχει ένα άνθρωπος που να θεωρείται ως ο μοναδικός σχεδιαστής του, άρα «ο πατέρας του Jeep».
Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν μόνο τον Karl Probst αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια ομαδική προσπάθεια μαζί με τους Harold Crist, Chet Hemphling, Ralph Turner, Harry Payne, Bob Brown, Frank Genn και άλλων εργαζομένων στην Bantam, κυρίως του πρώτου Harold Crist, ο οποίος φέρεται να κατασκεύασε το πρωτότυπο της Bantam με τα χέρια του στην κυριολεξία. Η μεγάλη συμβολή του Karl Probst είναι ότι έφτιαξε τα πρώτα επίσημα σχέδια του οχήματος, με βάση τα χειροποίητα τμήματα του πρωτότυπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου