Η υποχρηματοδότηση πανεπιστημίων και ΤΕΙ τα οδηγεί σε οικονομικό στραγγαλισμό. Η επιβολή διδάκτρων θα φαντάζει σε λίγο καιρό ως αδήριτη ανάγκη και θα μοιάζει με το μαγείρεμα του αστακού: Όταν καταλάβεις πως το νερό βράζει, βρίσκεσαι κιόλας στο πιάτο
Του Χρήστου Κάτσικα
Βλέποντας κανείς το ρημαδιό και το τέλμα που επικρατεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση, μπορεί να θεωρήσει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν δουλεύει. Ωστόσο, άμα κοιτάμε το τυρί, χάνουμε τη φάκα. Γιατί μια προσεκτική παρατήρηση μπορεί να μας πείσει ότι το σύστημα στην πραγματικότητα δουλεύει!
Η υποχρηματοδότηση, ο οικονομικός στραγγαλισμός, είναι κι αυτό, αλήθεια, μια πολιτική. Και, μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και μια αποτελεσματική πολιτική. Οταν αφήνεις κάτι να τελματώσει, εύκολα μπορείς, με επικοινωνιακές «ντρίμπλες», να υφάνεις την κατασκευή του κατηγορητηρίου ενάντια στο ίδιο το θύμα για το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει.
Για να σκεφτούμε καλύτερα: Πώς μπορεί κάποιος να βγάλει από τη μέση ένα φυτό που θεωρεί ότι του πιάνει τον χώρο; Μα με το να το αφήσει απότιστο, να ξεραθεί, να αχρηστευθεί. Πώς μπορεί κάποιος να πριμοδοτήσει την ιδιωτική εκπαίδευση; Μα αφήνοντας τη δημόσια εκπαίδευση σε τέλμα. Αυτό είναι για την ιδιωτική εκπαίδευση ένα δώρο από τα αποδυτήρια, πριν αρχίσει ο αγώνας.
Μ” έναν σμπάρο…
Ας το σκεφτούμε πιο καλά. Τι επιτυγχάνεται με την υποχρηματοδότηση; Τι πετυχαίνει η κυβέρνηση με το να μην καλύπτει ούτε τα αναλώσιμα υλικά των τμημάτων των πανεπιστημίων και των ΑΤΕΙ; Τι κερδίζει με το να οδηγεί, π.χ., το ένα πανεπιστήμιο να αδυνατεί να πληρώσει ακόμη και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ (φως και τηλέφωνο), το άλλο να αδυνατεί να λειτουργήσει τις διοικητικές του υπηρεσίες, το τρίτο να μην έχει προσωπικό για τα μαθήματα των φοιτητών του;
Πετυχαίνει μ” έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια, προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας, και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές σειρήνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής των ηλεκτρονικών μας γκουβερνάντων (ΜΜΕ), έπειτα από όλα αυτά όλος ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα Θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.
Από την άλλη, εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα «να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» τού «κατά Μπολόνια Ευαγγελίου», δηλαδή να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι.
Σύμφωνα με τα στρατηγικά και «επιχειρηματικά» σχέδια του υπουργείου Παιδείας, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
Να, όπως πριν από λίγα χρόνια στο Παρίσι, όπου το Πανεπιστήμιο του Ορσέ επινόησε λύσεις όπως η επιμήκυνση των χειμερινών διακοπών, προκειμένου να κάνει οικονομία στη θέρμανση ή όπως στα δημόσια πανεπιστήμια πολλών ευρωπαϊκών χωρών, της Αγγλίας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας όπου επιβλήθηκαν δίδακτρα. Ετσι, το ένα γρανάζι «πιάνει» το άλλο!
Η κρίση ως ευκαιρία
Στην αρχή της οικονομικής κρίσης, η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου συναντήθηκε με τον υπουργό Ερευνας, Τεχνολογίας και Ανώτατης Εκπαίδευσης της Πορτογαλίας, Χοσέ Μαριάνο Γκάγκο. Λίγο μετά τη συνάντηση ο Πορτογάλος υπουργός δήλωσε: «Η οικονομική κρίση είναι μια μοναδική ευκαιρία για αναμόρφωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Τα υπερβολικά πολλά ιδρύματα, το χαλαρό σύστημα διοίκησής τους, η απουσία ανεξάρτητης αξιολόγησης και πιστοποίησης των ΑΕΙ και της έρευνας είναι συνήθη φαινόμενα σε πολλά ΑΕΙ.
Ομως, η επένδυση στην εκπαίδευση και την έρευνα είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη. Στην Πορτογαλία, η χρηματοδότηση είναι κυρίως κρατική. Οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα που δεν ξεπερνούν το 13% των εσόδων των ΑΕΙ. Τα ΑΕΙ ενθαρρύνονται να προσελκύουν πόρους από άλλες πηγές (έρευνα, υπηρεσίες). Τα ΑΕΙ που προσελκύουν ανταγωνιστικούς πόρους πάνω από το 50% των συνολικών πόρων, αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία».
Είναι σίγουρο! Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στην επόμενη τριετία, αν ευοδωθούν οι παραπάνω σχεδιασμοί, το Ελληνικό Πανεπιστήμιο θα επιβάλλει δίδακτρα. Και αυτά τα δίδακτρα δεν θα επιβληθούν τυπικά από «πάνω», κεντρικά, αλλά από την κάθε σχολή ξεχωριστά, στο πλαίσιο της «αυτοτέλειας», της «σύνδεσης με την κοινωνία και την οικονομία», της αλλαγής «χρηματοδοτικής κουλτούρας», της «απελευθέρωσης από τα δεσμά της δημόσιας χρηματοδότησης» και άλλων ζαχαρωμένων εκφράσεων που κάθε λίγο και λιγάκι «ξεφουρνίζει» το υπουργικό επιτελείο. Μαζί με την επιβολή διδάκτρων θα μειώσουν και τα χρόνια προπτυχιακών σπουδών. Γιατί αυτό προκρίνουν η «διαδικασία της Μπολόνια», ο ΟΟΣΑ, το Διευθυντήριο.
Η εμπειρία
Πριν από δύο ακριβώς χρόνια, σε ένα άρθρο στο Economist, επισημαίνεται ότι τα πανεπιστημιακά δίδακτρα στις ΗΠΑ έχουν εδώ και χρόνια αυξηθεί ταχύτερα από την ικανότητα των Αμερικανών για να τα αποπληρώσουν. Την ίδια περίοδο, στη Wall Street Journal (9/8/2010) αποκαλύπτεται ότι τα σπουδαστικά δάνεια που εκκρεμούσαν ανέρχονταν συνολικά σε 829,785 δισεκατομμύρια δολάρια!
Η αύξηση του χρέους στην εκπαίδευση παρομοιαζόταν με το μαγείρεμα ενός αστακού. «Η αύξηση στο σύνολο του χρέους των σπουδαστών συμβαίνει αργά αλλά σταθερά, έτσι ώστε όταν θα παρατηρήσετε ότι το νερό βράζει, είστε ήδη μαγειρεμένοι», υπογράμμιζε εύστοχα ο συντάκτης.
Το πρόβλημα αυτό το συναντούμε βέβαια σε όλες τις χώρες που έχουν δίδακτρα (για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο). Ο λόγος για τον οποίο όλοι αυτοί οι νέοι και οι οικογένειές τους επένδυσαν ήταν προφανώς διότι είχαν πειστεί ότι η επένδυση θα απέδιδε, θα έβρισκαν δηλαδή μια δουλειά που θα τους επέτρεπε να ζουν και να αποπληρώσουν και το δάνειο. Αυτό όμως πλέον δεν υπάρχει, και η γενιά τού σήμερα απλώς θυσιάζεται, ώστε να δώσει χώρο σε μια γενιά πολύ πιο «κινεζοποιημένη».
Πηγή : Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου