«Ποια τα αρχιτεκτονικά περιβλήµατα για τους τόπους διδασκαλίας του αύριο;».Αυτό ήταν το θέµα του συνεδρίου της Βέρνης το 2006, οργανωµένο από τους διευθυντές δηµόσιας εκπαίδευσης των καντονιών. Οι εισηγητές από τον χώρο της εκπαίδευσης, της πολιτικής και της αρχιτεκτονικής διερεύνησαν τις πολλαπλές προσδοκίες για τα σχολεία του µέλλοντος µε όλα τα κοινωνικοπολιτικά δεδοµένα της εποχής καιτην εισβολή του ηλεκτρονικού υπολογιστή στα εκπαιδευτικά προγράµµατα.
Είναι εφικτή άραγε στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα µια ανοιχτή και ευέλικτη αρχιτεκτονική σχολικών κτιρίων, προσαρµοσµένη στις νέες τεχνολογίες, συµβατή µε τα συµπεράσµατα του συνεδρίου;
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης η καλλιέργεια της ευαισθησίας και τηςδηµιουργικότητας τωνπαιδιών απαιτείπροσαρµογές και ανατροπέςτων καθιερωµένων στερεοτύπων της παιδαγωγικής και της αρχιτεκτονικής. Οινέες µορφέςδιδασκαλίας και οι απρόβλεπτεςµεταβολές στηθεωρία και στην εφαρµογή τους θα πρέπει να εντάσσονται στον σχεδιασµό και στον προγραµµατισµό των κτιρίων.
Οι ευέλικτεςαρχιτεκτονικές δοµές επιτρέπουν διάφορα µοντέλα διδασκαλίας µε αναγκαία προϋπόθεση – µετά την εγκατάλειψη της κατά µέτωπο διδασκαλίας– την καθιέρωση της οµαδικής εργασίας χωρίς να υποβαθµίζονται οι ατοµικές ιδιαιτερότητες των µαθητών και τα πλεονεκτήµατα της δυνατότητας αυτοσυγκέντρωσης. Στασχολεία του µέλλοντος, η αρχιτεκτονική πρέπει να συµβάλλει στη δηµιουργία της ατµόσφαιρας εκείνης στην οποία καλλιεργείται ταυτόχρονα η ελευθερία και η υπευθυνότητα, και ακόµα να αναγνωρίζονται στην πλοκή καιστην επεξεργασία των χώρων τα δίδυµα φαινόµενα τα οποία χαρακτηρίζουν κι ερµηνεύουν το «κατοικείν»: κίνηση - στάση, εγγύτητα -απόσταση, δηµόσιο - ιδιωτικό, υπαίθριο - κλειστό. Στην Ελλάδα οι ισχύοντες νόµοι δεν προσαρµόζονται στηνεφαρµογή των νέων εκπαιδευτικών µεθόδων αλλά και οι αρµόδιοι φορείς δεν φαίνεται να είναι έτοιµοι για τιςαναγκαίες ανατροπές τους. Ενδεικτικά αναφέροµαι στις εκδηλώσεις ενδιαφέροντος για µελέτες σχολικών κτιρίων µε προγράµµατα τα οποία δεν παραπέµπουν µε σαφήνεια στις νέες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες, ενώ οι σχετικοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισµοί, οι οποίοι θα λειτουργούσαν ως κίνητρο και πεδίο έρευνας, έχουν πλέον καταργηθεί.
Χρειάζεται η πολιτική βούληση, όπως στα χρόνια του ‘30, όταν στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης τουΕλευθέριου Βενιζέλου, πέρα από την κατασκευή µεγάλου αριθµού σχολικών κτιρίων,κρίθηκε απαραίτητη προϋπόθεση ο συνδυασµός των αναγκών και των δυνατοτήτων µε µια αρχιτεκτονική η οποία ερµηνεύει τα δεδοµένα του τόπου σύµφωνα µε τις (τότε) τάσεις του διεθνούς µοντερνισµού. Είναι δυνατό να ελπίσουµε άραγε και πάλι σε εγχειρήµαταπαρόµοιας γενναιοδωρίας τα οποία θα έχουν και ένα συµβολικό χαρακτήρα σε µια εποχή κρίσης, όχι µόνο οικονοµικής αλλά και κρίσης αξιών; Εστιάζοντας τις προσδοκίες και τις ελπίδες µας στην παιδεία, τα σχολεία θα γίνουν «συνώνυµα της κουλτούρας, απελευθερώνοντας τους µαθητές από κάθε σκοταδισµό», όπως έγραψε ο Γκαίτετο 1820 εκθειάζοντας ένα νέο δηµοτικό σχολείο.
Τα κτίρια τα οποία σχεδιάστηκαν µε αγάπη έχουν διδακτική αξία, δεν είναι απλά περιβλήµατα ενός άψυχου κενού, αλλά τόποι οικείοι που προκαλούν τουςδασκάλους και τους µαθητές να τους συµπεριφέρονται µε ευγένεια και νατους «εξηµερώνουν»µε τη φιλία και τη δηµιουργικότητά τους. Ποιες είναι, λοιπόν, οι προτεραιότητες για µια αρχιτεκτονική η οποία, χωρίς νααγνοεί τις νέες τεχνολογίες, διαµορφώνει τις προϋποθέσεις της «ποιητικής» κατοίκησης του σχολικού περιβάλλοντος από τους µαθητές, τους δασκάλους, τους γονείς και τους κατοίκους της περιοχής; Η σχέση κτίριο - κάτοικοι δεν είναι µονοσήµαντη, απαιτεί προσαρµογές και αναγνώριση της ανατροπής των στερεοτύπων από όλες τις πλευρές οι οποίες εµπλέκονται στη διατύπωση και στην εφαρµογή των προγραµµάτων στα νέα σχολικά κτίρια. Μια αρχιτεκτονική ανοιχτή σε πολλαπλές δραστηριότητες, η οποία εξασφαλίζει τόσο χώρους οικείους µικρής κλίµακας που προσφέρονται για ατοµική ή οµαδικήεργασία και ανάπαυλα όσο και περιοχές που εξασφαλίζουν τη δηµόσια ζωή του κτιρίου ανοιχτές και στη µαθητική κοινότητα και στηνπόλη για εκδηλώσειςή για τη διά βίου µάθηση σύµφωνα µε την καθιερωµένη ορολογία.
Είναι εφικτή άραγε στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα µια ανοιχτή και ευέλικτη αρχιτεκτονική σχολικών κτιρίων, προσαρµοσµένη στις νέες τεχνολογίες, συµβατή µε τα συµπεράσµατα του συνεδρίου;
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης η καλλιέργεια της ευαισθησίας και τηςδηµιουργικότητας τωνπαιδιών απαιτείπροσαρµογές και ανατροπέςτων καθιερωµένων στερεοτύπων της παιδαγωγικής και της αρχιτεκτονικής. Οινέες µορφέςδιδασκαλίας και οι απρόβλεπτεςµεταβολές στηθεωρία και στην εφαρµογή τους θα πρέπει να εντάσσονται στον σχεδιασµό και στον προγραµµατισµό των κτιρίων.
Οι ευέλικτεςαρχιτεκτονικές δοµές επιτρέπουν διάφορα µοντέλα διδασκαλίας µε αναγκαία προϋπόθεση – µετά την εγκατάλειψη της κατά µέτωπο διδασκαλίας– την καθιέρωση της οµαδικής εργασίας χωρίς να υποβαθµίζονται οι ατοµικές ιδιαιτερότητες των µαθητών και τα πλεονεκτήµατα της δυνατότητας αυτοσυγκέντρωσης. Στασχολεία του µέλλοντος, η αρχιτεκτονική πρέπει να συµβάλλει στη δηµιουργία της ατµόσφαιρας εκείνης στην οποία καλλιεργείται ταυτόχρονα η ελευθερία και η υπευθυνότητα, και ακόµα να αναγνωρίζονται στην πλοκή καιστην επεξεργασία των χώρων τα δίδυµα φαινόµενα τα οποία χαρακτηρίζουν κι ερµηνεύουν το «κατοικείν»: κίνηση - στάση, εγγύτητα -απόσταση, δηµόσιο - ιδιωτικό, υπαίθριο - κλειστό. Στην Ελλάδα οι ισχύοντες νόµοι δεν προσαρµόζονται στηνεφαρµογή των νέων εκπαιδευτικών µεθόδων αλλά και οι αρµόδιοι φορείς δεν φαίνεται να είναι έτοιµοι για τιςαναγκαίες ανατροπές τους. Ενδεικτικά αναφέροµαι στις εκδηλώσεις ενδιαφέροντος για µελέτες σχολικών κτιρίων µε προγράµµατα τα οποία δεν παραπέµπουν µε σαφήνεια στις νέες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες, ενώ οι σχετικοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισµοί, οι οποίοι θα λειτουργούσαν ως κίνητρο και πεδίο έρευνας, έχουν πλέον καταργηθεί.
Χρειάζεται η πολιτική βούληση, όπως στα χρόνια του ‘30, όταν στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης τουΕλευθέριου Βενιζέλου, πέρα από την κατασκευή µεγάλου αριθµού σχολικών κτιρίων,κρίθηκε απαραίτητη προϋπόθεση ο συνδυασµός των αναγκών και των δυνατοτήτων µε µια αρχιτεκτονική η οποία ερµηνεύει τα δεδοµένα του τόπου σύµφωνα µε τις (τότε) τάσεις του διεθνούς µοντερνισµού. Είναι δυνατό να ελπίσουµε άραγε και πάλι σε εγχειρήµαταπαρόµοιας γενναιοδωρίας τα οποία θα έχουν και ένα συµβολικό χαρακτήρα σε µια εποχή κρίσης, όχι µόνο οικονοµικής αλλά και κρίσης αξιών; Εστιάζοντας τις προσδοκίες και τις ελπίδες µας στην παιδεία, τα σχολεία θα γίνουν «συνώνυµα της κουλτούρας, απελευθερώνοντας τους µαθητές από κάθε σκοταδισµό», όπως έγραψε ο Γκαίτετο 1820 εκθειάζοντας ένα νέο δηµοτικό σχολείο.
Τα κτίρια τα οποία σχεδιάστηκαν µε αγάπη έχουν διδακτική αξία, δεν είναι απλά περιβλήµατα ενός άψυχου κενού, αλλά τόποι οικείοι που προκαλούν τουςδασκάλους και τους µαθητές να τους συµπεριφέρονται µε ευγένεια και νατους «εξηµερώνουν»µε τη φιλία και τη δηµιουργικότητά τους. Ποιες είναι, λοιπόν, οι προτεραιότητες για µια αρχιτεκτονική η οποία, χωρίς νααγνοεί τις νέες τεχνολογίες, διαµορφώνει τις προϋποθέσεις της «ποιητικής» κατοίκησης του σχολικού περιβάλλοντος από τους µαθητές, τους δασκάλους, τους γονείς και τους κατοίκους της περιοχής; Η σχέση κτίριο - κάτοικοι δεν είναι µονοσήµαντη, απαιτεί προσαρµογές και αναγνώριση της ανατροπής των στερεοτύπων από όλες τις πλευρές οι οποίες εµπλέκονται στη διατύπωση και στην εφαρµογή των προγραµµάτων στα νέα σχολικά κτίρια. Μια αρχιτεκτονική ανοιχτή σε πολλαπλές δραστηριότητες, η οποία εξασφαλίζει τόσο χώρους οικείους µικρής κλίµακας που προσφέρονται για ατοµική ή οµαδικήεργασία και ανάπαυλα όσο και περιοχές που εξασφαλίζουν τη δηµόσια ζωή του κτιρίου ανοιχτές και στη µαθητική κοινότητα και στηνπόλη για εκδηλώσειςή για τη διά βίου µάθηση σύµφωνα µε την καθιερωµένη ορολογία.
Πηγή : Τα Νέα OnLine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου