Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησάκι το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στην Επαρχία Μεραμπέλλου του νομού Λασιθίου Κρήτης. Το αρχαίο του όνομα ήταν Καλυδών αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάστηκε Σπιναλόγκα, που σημαίνει μακρύ αγκάθι (spina lunga). Οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του.
Ιστορία
Ο Ενετός χαρτογράφος Βιντσέντσο Κορονέλλι υποστηρίζει πως η Σπιναλόγκα δεν ήταν πάντα νησί, αλλά ήταν φυσικά ενωμένη με την γειτονική χερσόνησο Κολοκύθα. Αναφέρει πως το 1526, οι Ενετοί κατέστρεψαν μέρος της χερσονήσου και δημιούργησαν το νησί. Λόγω της τοποθεσίας του το νησί ήταν ήδη οχυρωμένο από την αρχαιότητα προκειμένου να προστατευθεί η είσοδο στο λιμάνι της αρχαίας πόλης Όλους.
Μια άλλη ερμηνεία του ονόματος Σπιναλόγκα, το θέλει να έχει προκύψει από το σχήμα της νησίδας που θυμίζει μακρύ αγκάθι (σπίνα=αγκάθι, λόνγκα=μακρύ), μία θεωρία που δεν την ενστερνίζονται πολλοί.
Αρκετά αργότερα το 1957 παρουσιάστηκε ένα άλλο όνομα για τη νησίδα, το όνομα Καλυδών, σαν μια ανεπιτυχής προσπάθεια για να αντικατασταθεί το λατινογενές Σπιναλόγκα με ένα ελληνοπρεπές όνομα.
Αραβικές επιδρομές
Η Όλους, και γενικότερα η ευρύτερη περιοχή, ερημώθηκαν το 7ο αιώνα λόγω των αραβικών επιδρομών στην Μεσόγειο. Η Όλους παρέμεινε εγκαταλελειμμένη μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα όταν οι Ενετοί εκμεταλλεύτηκαν την περιοχή για την συγκέντρωση αλατιού από τα αλμυρά νερά του κόλπου. Συνεπώς, η περιοχή απέκτησε σημαντική αξία ως εμπορικό κέντρο και συστηματικά κατοικήθηκε ξανά. Αυτό το γεγονός, καθώς και η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οδήγησαν τους Ενετούς στην οχύρωση του νησιού.
Ενετικό οχυρό & Τουρκοκρατία
Άρχισε να οχυρώνεται το 1574 όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και οι Ενετοί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θα ερχόταν και η σειρά της Κρήτης. Με την οχύρωση του νησιού αυτού οι Ενετοί ήθελαν αφενός να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους πειρατές και από τον τουρκικό στόλο, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της Ελούντας από όπου θα έπαιρναν το αλάτι για την Μεσευρώπη αφού είχαν στερηθεί των παρομοίων της Κύπρου.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια μέχρι το 1715. Αυτό οφείλεται στην άρτια οχύρωση της. Όλο αυτό το διάστημα των 65 χρόνων εκεί έβρισκαν καταφύγιο οι "Χαΐνηδες" οι επαναστάτες Κρητικοί που μην αντέχοντας τους σκοτωμούς, τις δολοφονίες, τους απαγχονισμούς, τι λεηλασίες, τους εξανδραποδισμούς που από την πρώτη μέρα εφάρμοσαν οι νέοι κατακτητές Τούρκοι στο νησί, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε αμέσως το αντάρτικο με τις συνεχείς επαναστάσεις μέχρι το 1898 που έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος από την Κρήτη.
Λεπροκομείο
Το 1905 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο όπου οδηγήθηκαν όλοι οι λεπροί της Κρήτης, οι οποίοι πρώτα βρίσκονταν απομονωμένοι στη «Μισκινιά», έξω από το Ηράκλειο, και ήταν εστία μολύνσεως και για τον υπόλοιπο λαό.
Κατά την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς και ήταν αναγκασμένοι να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, δεδομένου ότι το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σε άλλα χωριά, όλη δε την παράλια περιοχή την είχαν οχυρώσει με πυροβολεία, πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια γιατί φοβούνταν απόβαση των Άγγλων σ' εκείνο το μέρος. Ούτε ποτέ μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός και γι' αυτό λειτουργούσαν παράνομα ραδιόφωνα και ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους.
Τελικά το 1957 έκλεισε ιαθέντων των λεπρών με την εφεύρεση των αντιβιοτικών φαρμάκων.
Αναλυτικά
Για μισό περίπου αιώνα στον υποβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας περπάτησαν, ερωτεύτηκαν, μαρτύρησαν αλλά και επιβίωσαν άνθρωποι που προέρχονταν από την "απέναντι όχθη", θύματα μιας ολόκληρης εποχής. Στο καστρόχτιστο νησί του Μεραμπέλλου, σ' ένα χώρο ταυτισμένο με την προκατάληψη, έχτιζαν τη ζωή τους από την αρχή οι εκτοπισμένοι, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις κοινωνικές αντιξοότητες, ώστε να προετοιμάσουν μια αξιοπρεπή αποχώρηση από τον "επίγειο παράδεισο". Ο αποκλεισμός αυτών των ανθρώπων και η καθημερινότητά τους υπήρξαν για πολλά χρόνια ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και την πεζογραφία της. Δύο όμως Έλληνες συγγραφείς τόλμησαν να τα θίξουν, γράφοντας εν θερμώ δύο συγκλονιστικά κείμενα που έμειναν στην Ιστορία: η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που δημοσίευσε το 1914 την "Άρρωστη πολιτεία της" αφηγούμενη μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησί, και ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο "Σπιναλόγκα". Με τον τόμο αυτό τα δύο κείμενα, της Καζαντζάκη και του Κορνάρου, δημοσιεύονται πρώτη φορά μαζί, ώστε να δημιουργήσει ο αναγνώστης μια ολοκληρωμένη, ρεαλιστική εικόνα για το νησί των σημαδεμένων, που συγκινεί ακόμα όποιον το επισκέπτεται από την ακτή απέναντι ή μέσα από τα βιβλία.
Οι τόποι εξορίας χρειάζονται για να εστιάζεται πάνω τους το Κακό. Η σκέψη αυτή σε συντροφεύει όσο διαβάζεις το συγκλονιστικά αυτά βιβλία των δικών μας συγγραφέων. Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.
Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Όμως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Έτσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Όχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.
Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Όμως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Έτσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Όχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.
Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.
Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Γαλάτεια Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Θέμος Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ένα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.
Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Γαλάτεια Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Θέμος Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ένα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.
Η Άρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ένα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ένα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.
Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ένα κείμενο-ουρλιαχτό. Ένα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Άγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Όταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.
Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ένα κείμενο-ουρλιαχτό. Ένα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Άγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Όταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.
Η διάθεση παραλυτικής εξίσωσης του άρρωστου παρόντος με το υγιές παρελθόν υπάρχει και στον Κορνάρο ή στην Καζαντζάκη, αλλά στο μυθιστόρημα του Αμποτ αποκτά ενδημικό χαρακτήρα. Μοναδική διέξοδος, το πάθος για των «ιδεών» την «πόλιν» (για τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την έλλειψη ισότητας), που εξακολουθούν να συγκλονίζουν τους πρωταγωνιστές, δείχνοντας μία ακόμη φορά την άγρια προσκόλλησή τους στη ζωή.
Μιλώντας για τη Σπιναλόγκα, οι τρεις συγγραφείς δίνουν στην αφήγησή τους κι έναν συνολικότερο (σαφώς συμβολικό και αλληγορικό) τόνο, που ηχεί ιδιαιτέρως οικείος στα δικά μας αυτιά: ο κλειστοφοβικός χώρος του νησιού του ερέβους μπορεί να είναι ο χώρος του οιουδήποτε πολιτικού, κοινωνικού ή φυλετικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία.
Μιλώντας για τη Σπιναλόγκα, οι τρεις συγγραφείς δίνουν στην αφήγησή τους κι έναν συνολικότερο (σαφώς συμβολικό και αλληγορικό) τόνο, που ηχεί ιδιαιτέρως οικείος στα δικά μας αυτιά: ο κλειστοφοβικός χώρος του νησιού του ερέβους μπορεί να είναι ο χώρος του οιουδήποτε πολιτικού, κοινωνικού ή φυλετικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία.
Σύγχρονη εποχή
Μετά το 1957, για αρκετές δεκαετίες έμεινε αναξιοποίητη και μετά τον ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών άρχισε να γίνεται συστηματική αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλαιών οικιών, των δρόμων κλπ.
Χιλιάδες επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο το πανέμορφο αυτό νησάκι με καραβάκια που ξεκινούν κάθε μία ώρα από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι στην στεριά και απέχει περίπου 800 μέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου